Ψηφιακό σχολείο

Ψηφιακό σχολείο
κλικ στην εικόνα

Πρόγραμμα

Πρόγραμμα
κάντε κλικ στην εικόνα για καθήκοντα

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Για το μάθημα της γλώσσας -η ονομασία των οδών στα Λαγυνά


Οδός Αποστόλου Παύλου
Τα αρχαιολογικά ίχνη της δράσης του Αποστόλου Παύλου στη Μακεδονία
Μελέτη του επ. καθηγητή Μ. Γκουτζιούδη
Στη δεύτερη αποστολική περιοδεία του Αποστόλου Παύλου και το πέρασμά του στην Ελλάδα για τη διάδοση του Χριστιανισμού βασίζονται διαδρομές θρησκευτικού ενδιαφέροντος που ακολουθούν χιλιάδες πιστοί. Τα περισσότερα όμως από τα μνημεία, τα οποία έχουν συνδεθεί με τη δράση του Αποστόλου Παύλου δεν αποτελούν αρχαιολογική μαρτυρία, αλλά τοπικές παραδόσεις. Τα μνημεία από την περίοδο των ιεραποστολικών ταξιδιών του που σώζονται είναι ελάχιστα.
Στις περιοχές, τις οποίες επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος, αναπτύχθηκαν χριστιανικές κοινότητες και αργότερα ανεγέρθηκαν σημαντικά βυζαντινά μνημεία, τα οποία συχνά παρουσιάζονται σε ταξιδιωτικούς οδηγούς, αν και είναι πολύ μεταγενέστερα και τα περισσότερα από αυτά δεν συνδέονται με τη δράση του.
Για την πορεία του Αποστόλου Παύλου και της ομάδας του και τις περιοχές που επισκέφθηκαν, στο τμήμα της έρευνας με θέμα «Στα βήματα του Αποστόλου Παύλου. Ακολουθώντας τα «αρχαιολογικά ίχνη της δράσης του στη Μακεδονία»» ο επίκουρος καθηγητής του ΑΠΘ διατυπώνει τα παρακάτω συμπεράσματα:
—Νεάπολη (σημερινή Καβάλα): Η ιεραποστολική ομάδα αποβιβάστηκε στη Νεάπολη και από εκεί κατευθύνθηκε στους Φιλίππους μέσω της Εγνατίας Οδού που ένωνε το Δυρράχιο με το Βυζάντιο και κατασκευάστηκε το 146-120 π.Χ.
Στον κόμβο της σύγχρονης Εγνατίας Οδού, κάτω από τη Μονή του Αγίου Σίλα, έχουν ανακαλυφθεί και στις δύο πλευρές της τμήματα της αρχαίας οδού. Ένα άλλο τμήμα της Εγνατίας Οδού περνάει από τη βόρεια πλευρά της αρχαίας αγοράς των Φιλίππων.
Σύμφωνα με κάποια παράδοση, το σημείο στο οποίο αποβιβάστηκε ο Παύλος και οι σύνοδοί είναι ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου, κοντά στο λιμάνι της Καβάλας. Στο σημείο πίσω από το ναό υπάρχει ένα σύγχρονο βήμα του Αποστόλου Παύλου σε ανάμνηση της έλευσης του μηνύματος του Ευαγγελίου για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος (49-50μ.Χ.).
— Φίλιπποι: Ήταν η σημαντικότερη πόλη της συγκεκριμένης περιοχής της Μακεδονίας, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων. 
 Αμφίπολη: Στο κείμενο των Πράξεων 17:1 η αφήγηση δεν διατηρεί το α’ πληθυντικό, γεγονός που δείχνει ότι ο Λουκάς έμεινε στους Φιλίππους και ότι ο Παύλος με τον Σίλα και τον Τιμόθεο προχώρησαν στην Αμφίπολη, που ήταν τότε σημαντικός σταθμός της Εγνατίας Οδού. Για την Αμφίπολη, το κείμενο των Πράξεων δεν αναφέρει τίποτα.
— Απολλωνία: Είναι η επόμενη περιοχή που αναφέρεται στις Πράξεις χωρίς καμία πληροφορία. Έξω από την Απολλωνία υπάρχει ένα βήμα, όπου κατά την παράδοση υποδεικνύει το σημείο απ’ όπου πέρασε ο Παύλος ακολουθώντας την Εγνατία Οδό.
Το 2011 ιδρύθηκε έξω από το χωριό Λαγυνά το λεγόμενο προσκύνημα του Αποστόλου Παύλου. Το σύγχρονο αυτό προσκύνημα ανήκει στη Μητρόπολη Λαγκαδά και βρίσκεται στον επαρχιακό δρόμο σε σημείο της αρχαίας Εγνατίας Οδού, όπου κατά την παράδοση πέρασε ο Παύλος ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη
Σύμφωνα με το κείμενο των Πράξεων ο Παύλος πέρασε χωρίς να σταματήσει στην Αμφίπολη και στην Απολλωνία, επειδή βιαζόταν να φτάσει στη Θεσσαλονίκη όπου υπήρχε Συναγωγή Ιουδαίων, αναφέρεται στη μελέτη του επίκουρου καθηγητή του ΑΠΘ.

οδός Αγίας Αικατερίνης
Η Αγία Αικατερίνη ή Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας, γνωστή και ως Μεγαλομάρτυς Αγία Αικατερίνη και κατά τους υμνολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας Αικατερίνα (282 - 305), ήταν μία από τους Μεγαλομάρτυρες της Ορθοδοξίας, που έμεινε ακλόνητη στα πιστεύω της παρά τις πιέσεις και τα βασανιστήρια που υπέστη, κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα.
Έζησε επί εποχής Μαξιμίνου, απόλυτου άρχοντα της Αιγύπτου, ιδιαίτερου χριστιανομάχου και ότι ήταν βασιλικού γένους, ούσα κόρη του αριστοκράτη τότε Κώνστα. Έτυχε μεγάλης μόρφωσης και ήταν κάτοχος της λατινικής γλώσσας και της ελληνικής φιλολογίας. Σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική και πολλές ξένες γλώσσες της εποχής της. Από νεαρή ηλικία προσελκύσθηκε από την χριστιανική διδασκαλία την οποία μελέτησε και αφού ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, εργάσθηκε με έντονη δράση και ενθουσιασμό για την διάδοσή του επιτυγχάνοντας πολλά χάριν της ρητορικής της δεινότητας και των πολλών γνώσεών της. Την Αικατερίνη όμως εκτός της σοφίας και των αρετών της, την διέκρινε και το σπάνιο κάλλος της μορφής της. Λέγεται ότι στην ηλικία των 18 ετών επισκέφτηκε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν πιθανόν ο Μαξιμίνος Β ή ο Μαξέντιος, και προσπάθησε να τον πείσει για το ότι ήταν εσφαλμένοι οι διωγμοί που διεξήγε κατά των Χριστιανών. Πέτυχε όμως να μεταστρέψει στον Χριστιανισμό την γυναίκα του αυτοκράτορα.
Σύμφωνα με τους θρύλους (παράδοση) και τα Συναξάρια της Αγίας Αικατερίνης, όταν πληροφορήθηκε ο Αυτοκράτορας Μαξιμίνοςόσα διαδίδονταν περί των ιδεών της και του τρόπου της ζωής της Αγίας, ανέθεσε σε πενήντα ή κατ΄ άλλους σε εκατόν πενήντα περίφημους ρήτορες, (ο αριθμός εξ αντιθέτου χαρακτηρίζει την ρητορική δεινότητα της Αγίας), να συζητήσουν μαζί της προκειμένου να της αποδείξουν το αβάσιμο και στρεβλό των ιδεών (δοξασιών) της. Αποτέλεσμα όμως υπήρξε το αντίθετο. Η Αικατερίνη με την κομψότητα του λόγου της και των επιχειρημάτων της «εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς των ασεβών, του πνεύματος την μαχαίραν» (κατά το απολυτίκιο της Αγίας). Αλλά ακόμη και τα σοφά της επιχειρήματα, με την πειστική ανάπτυξη των ιδεών της, κατάφεραν να προσηλυτίσουν αυτούς οι οποίοι τελικά ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό. Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε το αποτέλεσμα οργίσθηκε τόσο που διέταξε την θανατική καταδίκη όλων στη πυρά στο μέσον της πόλης την δε Αικατερίνη σε μαρτύρια μέχρι θανάτου της.
Στην αρχική φυλάκιση η νεαρή Αγία υπέμεινε τις πιέσεις και τις κακουχίες με θάρρος και υπομονή που αντλούσε από την δύναμη της βαθιάς της πίστης. Όταν στη συνέχεια έμαθε η Αυγούστα Φαυστίνα τον λόγο της καταδίκης της Αγίας θαύμασε την καρτερικότητά της και ζήτησε να την επισκεφθεί η οποία και έγινε με συνοδεία 200 στρατιωτών υπό τον Φρούραρχο Πορφυρίωνα ή Πορφύριο οι οποίοι τελικά κατηχήθηκαν στη νέα θρησκεία. Τότε ο Αυτοκράτορας διέταξε τον αποκεφαλισμό της Φαυστίνας και της ακολουθίας της και την τελική πλέον εκτέλεση της Αγίας. Μέσον θανάτωσης ήταν ο "Τροχός βασανιστηρίων" που έμοιαζε με τροχό η περιφέρεια του οποίου έφερε καρφιά (ήλους) που ετίθετο σε κίνηση με σχοινιά και τροχαλίες πλησιάζοντας αργά το ιστάμενα δεμένο σώμα του καταδίκου) με συνέπεια τις αρχικές εκδορές μέχρι διαμελισμού. Ο θρύλος στο σημείο αυτό αναφέρει πως τα καρφιά του τροχού όταν πλησίασαν το σώμα της Αγίας αυτά ένα-ένα αποσπόταν ή θραυόταν. Κατ΄ άλλο θρύλο ο εν λόγω τροχός πριν πλησιάσει το σώμα της Αγίας διαλύθηκε "στα εξ ων συνετέθη". Έτσι και αποφασίσθηκε τελικά ο αποκεφαλισμός της Αγίας που όταν συνέβη αυτός οι παριστάμενοι αντιλήφθηκαν να ρέει γάλα αντί αίμα.
Στη συνέχεια δι΄ άλλου θρύλου το πάναγνο σώμα της Αγίας μεταφέρθηκε υπό "πτερύγων αγγέλων" στο όρος Σινά της ομώνυμης χερσονήσου όπου επί αιώνες έμεινε άταφο, κατά τους βιογράφους της και την ιερή παράδοση, μέχρι τον 6ο αιώνα, όπου ερημίτες μοναχοί της περιοχής μέσω οράματος ειδοποιήθηκαν και κατέβασαν από το όρος το σώμα της Αγίας το οποίο και εναπόθεσαν σε μαρμάρινη θήκη. Στη συνέχεια ενημερώθηκε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο οποίος και έκτισε τη γνωστή ιερή Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά και την εκκλησία (καθολικό) της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (που κτίσθηκε μεταξύ 548-565) εντός της οποίας και τοποθετήθηκε η μαρμάρινη θήκη εξ ου και το όνομα της εκκλησίας Αγία Αικατερίνη. Στη Μονή αυτή διασώζεται ένα σημαντικό θησαυροφυλάκιο της πρώιμης Χριστιανικής τέχνης, αρχιτεκτονικής και εικονογραφημένων χειρογράφων, οι δε μοναχοί αυτής είναι Έλληνες.
Σύμφωνα με μια άλλη ακόμη εκδοχή του θρύλου, έχοντας απορρίψει η Αικατερίνη πολλές γαμήλιες προτάσεις, ανέβηκε στους ουρανούς κατά τη διάρκεια οράματος και μνηστεύθηκε τον Χριστό από την Παρθένο Μαρία —το αρχαίο θέμα του μυστικού γάμου με μια θεότητα που είναι σύνηθες στην εκστατική μυθολογία της ανατολικής Μεσογείου και της Μικράς Ασίας.
Ιερά λείψανα όμως της Αγίας Αικατερίνης της Μεγαλομάρτυρος φέρονται να επιδεικνύονται από τα μέσα του 11ου αιώνα και στη νορμανδική πόλη Ρουάν, όπου κατά τους καθολικούς τα έφερε εκεί περί το 1027 ο ερημίτης μοναχός Συμεών.
Εγνατία οδός(http://www.egnatia.eu/page/default.asp?la=1&id=23)
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένας από τους δύο σημαντικότερους δρόμους που κατέληγαν στην πρωτεύουσα Ρώμη ήταν η via Εγνατία, υπερπόντια προέκταση της via Τραϊόνα διαμέσου του λιμένα της Γναφιάς, που διέσχιζε την Ελλάδα μέχρι τον ποταμό Έβρο. Η Εγνατία περνούσε από το Δυρράχιο, το Λυχνιδό, την Ηράκλεια, την Πέλλα, τη θεσσαλονίκη, την Αμφίπολη, τους Φιλίππους, το Τόπειρο, την Μαξιμιανούπολη και την Τραϊανούπολη.

Η Εγνατία κατασκευάστηκε μεταξύ του 146-120 π.Χ., πάνω στα ίχνη ενός αρχαίου, προ Ρωμαϊκού δρόμου που εκτείνονταν ανάμεσα στις Αδριατικές χώρες και στο Αιγαίο. Αργότερα, κατασκευάστηκε η επέκτασή της από τον Έβρο στο Βυζάντιο και τελικά το όνομα ΕΓΝΑΤΙΑ δόθηκε σε όλο το δρόμο, από την Ρώμη μέχρι την Κωνσταντινούπολη, προς τιμή του Ρωμαίου ανθύπατου Γναίου Εγνάτιου που την κατασκεύασε.

Η πρώτη ρητή μνεία για την via Εγνατία βρίσκεται στο έργο του γεωγράφου Στράβωνα, μεταξύ των ετών 40 π. Χ. και 10 μ. Χ., ενώ , κάποια χρόνια πριν, το έτος 59/58 π. Χ., υπάρχει στο έργο του Κικέρωνα, σαφής αναφορά στη via militaris (στρατιωτική οδό), η οποία έφτανε στη Θεσσαλονίκη και την οποία ο μεγάλος ρήτορας χρησιμοποίησε για να προσεγγίσει την πόλη. Χρήση της via Εγνατία, στο τμήμα της από τη Νεάπολη (σημερινή Καβάλα) έως τη Θεσσαλο-νίκη, έκανε επίσης ο Απόστολος Παύλος, γύρω στο έτος 40 μ.Χ., κατά το ταξίδι του προς την Ελλάδα.

Η via Εγνατία υπήρξε μία ευρωπαϊκών προδιαγραφών οδός. Οδόστρωμα, σηματοδότηση, κατασκευή στρατοπέδων, σταθμών και αλλαγών ίππων, γέφυρες, είσοδοι σε πόλεις και εσωτερικές διαδρομές, εμφάνιζαν μία μεγάλη ομοιογένεια, είτε επρόκειτο για δρόμο στην Βρετανία, είτε στην Ιταλία, είτε στην Ισπανία ή στην Ελλάδα. Η κατασκευή της ήταν σύμφωνη με τις προδιαγραφές των άλλων οδών και μπορεί να συνοψιστεί στο χωρίο του Στράβωνα, κατά το οποίο οι Ρωμαίοι «έκοβαν λόφους και δημιουργούσαν ήπιες οδικές κλίσεις, προκειμένου να διέρχονται με ευκολία οι αρμάμαξες», δηλαδή τα βαριά μεταφορικά μέσα της εποχής.

Το ελάχιστο πλάτος της via Εγνατία ήταν 10 ρωμαϊκοί πόδες (περίπου 3 μέτρα) το οποίο μεγάλωνε όταν διερχόταν μέσα από μεγάλες πόλεις και ξεπερνούσε τα 5 μέτρα.

Τα Ρωμαϊκά οδοιπορικά μάς δίνουν πληροφορίες για τις αποστάσεις μεταξύ πόλεων (civitates), σταθμών (mansiones), θέσεων ανάπαυσης και αλλαγών αλόγων (mutatiae). Από τις Αδριατικές ακτές μέχρι τη Θεσσαλονίκη, υπολογί-ζεται η απόσταση σε 400 περίπου χιλιόμετρα (535 ρωμαϊκά βήματα) και από Θεσσαλονίκη μέχρι τον Έβρο άλλα 400. Η οδός ήταν σε όλη της την έκταση "βεβηματισμένη κατά μίλιον" και "κατεστηλωμένη", δηλ. είχε μετρηθεί με βάση τα 100 βήματα και σε κάθε μίλι είχαν στηθεί μεγάλες στήλες, τα "μιλιάρια" που υποδείκνυαν την απόσταση και ονομάτιζαν τη συγκεκριμένη θέση.

Η Εγνατία είχε ανακατασκευασθεί μερικώς πολλές φορές μέχρι το 300 μ.Χ.

Το 1270 μ.χ. η via Εγνατία αναφέρεται ως συνδετικός οδικός άξονας ανάμεσα στο Δυρράχιο και στην Κωνσταντινούπολη και μέχρι το 16ο αιώνα χρησιμοποιείται βασικά ως εμπορικός δρόμος που διακινούσε φυλές, θρησκεύματα, κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες, ήθη, έθιμα, οικονομίες, νοοτροπίες, αντιλήψεις.

Πάνω στα ίχνη της αρχαίας Εγνατίας συναντούσε κανείς ομάδες από πραματευτές, ή συνηθέστερα βιοτέχνες, χωρικούς ή εργάτες, από τη Δυτική Μακεδο-νία, Ήπειρο, Θεσσαλία κ.λ.π. που αναζητούσαν καλύτερους όρους ζωής. Πολλοί από αυτούς ήταν οικοδόμοι και έφευγαν κατά συντροφιές, που περιε-λάμβαναν όλες τις σχετικές ειδικότητες του χτίστη και του ξυλουργού. Μέσα στα πλανόδια αυτά σμήνη, μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς τους εποχιακούς εργάτες αλλά και τους κατά παράδοση επαγγελματίες ζητιάνους, τους Κραβαρίτες.

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν κατ' αρχήν την Εγνατία για στρατιωτικούς σκο-πούς, αλλά γρήγορα γενικεύτηκε η χρήση της και έγινε η κυριότερη οδική αρτηρία που συνέδεε την Αδριατική με τον Εύξεινο Πόντο. Λειτούργησε μάλι-στα παράλληλα, ή και ανταγωνιστικά, προς τον άλλο αρχαίο θαλάσσιο δρόμο που από την Ιταλία διαμέσου του Ισθμού έφτανε ως το βόρειο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο, ιστορία που επαναλαμβάνεται και σήμερα.

Η Εγνατία οδός διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα βυζαντινά και στα μεταβυζα-ντινά χρόνια. Ζωγράφοι και συνεργεία ψηφιδογράφων ξεκινούσαν από την Κωνσταντινούπολη προς όλες τις κατευθύνσεις και με όλα τα συγκοινωνιακά μέσα, θαλάσσια και χερσαία. Η Εγνατία διακινούσε συνεχώς τις ομάδες των καλλιτεχνών, ή και τα έργα τους, όταν επρόκειτο για μικρογραφημένα χειρό-γραφα, φορητές εικόνες, σμάλτα, είδη μικροτεχνίας, χρυσοχοΐας, αργυροχοΐας, χαλκουργίας ή κεντητικής. Παράλληλα, η Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο και ύστερα, αποτέλεσε το χώρο των καλλιτεχνικών ζυμώσεων και την αφετηρία των περισσότερων αποστολών προς τους βορειό-τερους, δυτικότερους, και νοτιότερους πληθυσμούς.