Ψηφιακό σχολείο

Ψηφιακό σχολείο
κλικ στην εικόνα

Πρόγραμμα

Πρόγραμμα
κάντε κλικ στην εικόνα για καθήκοντα

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

γλωσσικό ζήτημα



Η πεζογραφία [Επεξεργασία]

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της περιόδου
Μετά το 1880 σημειώνεται αλλαγή στην θεματολογία και στον τρόπο πραγμάτευσης του υλικού από τους πεζογράφους. Ενώ κατά τα προηγούμενα χρόνια επικρατούσαν τα ρομαντικά-ερωτικά ή τα ιστορικά μυθιστορήματα, οι συγγραφείς μετά το 1880 καλλιέργησαν κυρίως το διήγημα και στράφηκαν σε θέματα από την καθημερινή ζωή της επαρχίας αρχικά και αργότερα των μεγαλουπόλεων. Η πεζογραφική παραγωγή της περιόδου χαρακτηρίζεται συνήθως με τον όρο ηθογραφία, που αναφέρεται στην πιστή αναπαράσταση των ηθών και του τρόπου ζωής μιας κοινότητας.
Χρονολογία-σταθμός θεωρείται το έτος 1883, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το πρώτο διήγημα του Γεώργιου ΒιζυηνούΤο αμάρτημα της μητρός μου, ενώ ένα μήνα αργότερα προκηρύχθηκε από το ίδιο περιοδικό διαγωνισμός για συγγραφή διηγήματος. Η προκήρυξη παρότρυνε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν θέματα από την παραδοσιακή ζωή του λαού ή την ελληνική ιστορία και, παρόλο που τα διηγήματα που γράφτηκαν με αφορμή των διαγωνισμό δεν ήταν όλα επιτυχημένα, ή αρκετά από αυτά δεν ήταν τόσο διηγήματα όσο συλλογή λαογραφικού υλικού, η συγκεκριμένη θεματολογία επικράτησε κατά τις επόμενες δεκαετίες, με δύο γενικές κατευθύνσεις στον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος: αφ’ ενός την ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή απεικόνιση του αγροτικού τρόπου ζωής, με συχνή την πληθώρα λαογραφικών στοιχείων (όπως τα έργα των Γ. ΔροσίνηΚ. Κρυστάλλη κ.α.) και αφ’ ετέρου τις ποικιλότερες προοπτικές, όπως η ψυχογραφία (Γ. Βιζυηνός) ή ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,Ανδρέας Καρκαβίτσας). Αυτοί οι τρεις συγγραφείς θεωρούνται οι κορυφαίοι αυτής της κατεύθυνσης. Από αυτούς, οι δύο πρώτοι έμειναν πιστοί στηνκαθαρεύουσα, ενώ ο Καρκαβίτσας στράφηκε γρήγορα προς την δημοτική, για την χρήση της οποίας στην πεζογραφία άνοιγαν νέοι ορίζοντες με Το Ταξίδι μου του Ψυχάρη και την σημαντικότερη απόπειρα του Παλαμά να γράψει πεζό κείμενο, το διήγημά του Θάνατος Παλληκαριού.
Γύρω στα 1900 παρουσιάζεται μία νέα στροφή στην θεματική, αυτήν την φορά προς αστικά περιβάλλοντα. Ένας από τους πρωτεργάτες της «αστικής πεζογραφίας» είναι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που αναπαριστά στα μυθιστορήματά του το αστικό περιβάλλον της Αθήνας και της Ζακύνθου. Παράλληλα αρχίζουν να γράφονται έργα με εντονότερες κοινωνικές προοπτικές και νατουραλιστικές επιδράσεις που τοποθετούνται σε αστικά περιβάλλοντα όχι μόνο της Αθήνας αλλά και άλλων πόλεων, όπως τα έργα των Κωνσταντίνου ΧρηστομάνουΚώστα ΧατζόπουλουΚων/νου Θεοτόκη (βλ. για παράδειγμα Πίστομα), Δημοσθένη Βουτυρά και Πέτρου Πικρού. Τη δεκαετία του 1920, ενώ οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της προηγούμενης γενιάς (ΠαπαδιαμάντηςΚαρκαβίτσαςΘεοτόκης κ.α.) έχουν πεθάνει, εμφανίζονται κάποιοι πεζογράφοι που αργότερα έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως εκπρόσωποι της γενιάς του '30, οι οποίοι είτε εμπνέονται από τις πρόσφατες εμπειρίες του Α' Παγκοσμίου πολέμου και της μικρασιατικής καταστροφής(Στράτης ΜυριβήληςΗλίας Βενέζης), είτε ακολουθούν άλλους δρόμους, όπως ο Φώτης Κόντογλου με την«εξωτική» ιστορία Pedro Cazaz και ο Θράσος Καστανάκης με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των μυθιστορημάτων του.


Η ποίηση [Επεξεργασία]

Κύριο λήμμα: Νέα Αθηναϊκή Σχολή
Γ. ΡοϊλόςΟι ποιητές (π. 1919). Λάδι σε μουσαμά, 130 εκ. x 170 εκ. Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός».Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στο κέντρο ο Κωστής Παλαμάς.
Το 1880 εκδίδονται δύο ποιητικές συλλογές που σηματοδοτούν την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής: οι Στίχοι του Νίκου Καμπά και οι Ιστοί Αράχνης του Γεώργιου Δροσίνη. Η τεχνοτροπική αλλαγή και η απομάκρυνση από τον αθηναϊκό ρομαντισμόείναι εμφανής: η γλώσσα των ποιημάτων είναι δημοτική, τα θέματα είναι οικεία, καθημερινά, και οι τόνοι χαμηλοί. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της γενιάς αυτής όμως είναι ο Κωστής Παλαμάς, που κυριάρχησε στην νεοελληνική πνευματική ζωή για τις επόμενες δεκαετίες. Το ποιητικό του έργο είναι πλούσιο και ποικίλο: εμπνέεται από θέματα καθημερινά, από την εσωτερική ζωή, από ιστορικά γεγονότα ή από την επικαιρότητα, γράφει είτε σύντομα ποιήματα είτε μεγαλύτερες, επικολυρικές συνθέσεις (Ο Δωδεκάλογος του ΓύφτουΗ Φλογέρα του Βασιλιά), φροντίζοντας πάντα για την μορφική αρτιότητα του στίχου και εμπνεόμενος από την νεοελληνική ποιητική παράδοση αλλά και από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα. Από τους πρώτους ποιητές της Γενιά του 1880, μόνο ο Παλαμάς παρουσίασε σημαντική εξέλιξη στην ποιητική του, ενώ σύντομα εμφανίστηκαν νεότεροι ποιητές που συνέχισαν την ανανέωση ακολουθώντας τα ρεύματα του παρνασσισμού (τα σονέτα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Λορέντζου Μαβίλη και του Ιωάννη Γρυπάρη) και του συμβολισμού (Κωνσταντίνος ΧατζόπουλοςΛάμπρος Πορφύρας) ή δικούς τους εκφραστικούς δρόμους (Μιλτιάδης ΜαλακάσηςΚώστας Κρυστάλλης).
Τα χρόνια γύρω στα 1910, όταν ο Κωστής Παλαμάς έγραφε τις κεντρικές ποιητικές συνθέσεις του, τον Δωδεκάλογο του Γύφτου και την Φλογέρα του Βασιλιά, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έφτανε στην ωριμότητά του ο Κ.Π.Καβάφης, ο οποίος όμως έγινε ευρύτερα γνωστός στην Αθήνα μετά το 1920, κυρίως εξαιτίας της ιδιότυπης, για την ποιητική παράδοση της εποχής, γραφής του, με την καθαρεύουσα γλώσσα και τον σχεδόν πεζολογικό τόνο. Τα ίδια χρόνια όμως εμφανίστηκαν και νεότεροι ποιητές που ακολούθησαν προσωπικούς δρόμους και διαφοροποιήθηκαν από την ποίηση του Παλαμά. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο Άγγελος Σικελιανός με το εκτενές ποίημα «Αλαφροΐσκιωτος» το 1909, το οποίο ακολούθησαν πολλά εκτενή ή συντομότερα ποιήματα με χαρακτηριστικό τους τον πληθωρικό λυρισμό αλλά και την μερική αποδέσμευση από τον παραδοσιακό στίχο. Συνομήλικος του Σικελιανού ήταν ο Κώστας Βάρναλης ο οποίος έδωσε τα χαρακτηριστικότερα έργα του, στα οποία εκφράζονται οι αριστερές ιδεολογικές του πεποιθήσεις, μετά το 1920. Παράλληλα όμως, τα χρόνια του μεσοπολέμου έκανε την εμφάνισή της και μια ομάδα ποιητών που είχαν γεννηθεί περίπου στα 1890, οι οποίοι εξέφρασαν την απογοήτευση από την Μικρασιατική καταστροφή και την αποτυχία της «Μεγάλης Ιδέας» με μία ποίηση η οποία χαρακτηρίστηκε νεορομαντική ή νεοσυμβολιστική, με κύριο χαρακτηριστικό την απογοήτευση και την έλλειψη ιδανικών. Ο σημαντικότερος εκφραστής αυτών των αναζητήσεων ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης.


Το ιστορικό πλαίσιο

Tο γλωσσικό ζήτημα όπως αναδύεται στα τέλη του 18ου αιώνα αφορά στην επιλογή και ανάδειξη μιας γλωσσικής ποικιλίας σε γλώσσα παιδείας με άμεσο σκοπό την εθνική αφύπνιση και χειραφέτηση, και από το 1830 στην παγίωση μιας εθνικής γλώσσας, δηλαδή την ανάδειξη μιας ποικιλίας σε μοναδική γλώσσα του ελληνικού εθνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Το γλωσσικό θα αποτελέσει από πολύ νωρίς μέρος ευρύτερων πολιτικών ζητημάτων και θα πολωθεί στη διαμάχη ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα.
O ελληνόφωνος χώρος τον 18ο αιώνα διαπερνάται από πολλαπλές γλωσσικές ποικιλίες της νέας ελληνικής, γραπτές και προφορικές. Από την άλλη, οι πληθυσμοί ή οι ελίτ που ταυτίστηκαν πριν το 1821 με το ελληνικό εθνικό σχέδιο δεν ήταν αποκλειστικά ελληνόφωνοι: η αλβανική, η βλάχικη και η σλαβομακεδονική, μέσα από τις κατά τόπους διαλέκτους τους, μιλιόνταν από ανθρώπους μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και κάποιοι που στο γύρισμα προς τον 19ο αιώνα ταυτίστηκαν με τα σχέδια ίδρυσης ελληνικού εθνικού κράτους και λίγο αργότερα εντάχθηκαν σε αυτό.
Με την ίδρυση του εθνικού κράτους το 1830, αρχίζει μια διαδικασία μετάβασης προς μια κατάσταση σχετικής μονογλωσσίας. Παρατηρώντας δηλαδή αυτό που συνέβη στην Ελλάδα καθώς και σε ένα μεγάλο αριθμό εθνικών κρατών στην Ευρώπη και τον μεσογειακό χώρο, καταλαβαίνουμε ότι ο 19ος και 20ός ήταν αιώνες που χαρακτηρίστηκαν από την εξασθένηση ή και εξαφάνιση της γλωσσικής ποικιλότητας.

Από τον Ψυχάρη στις πρώτες μεταρρυθμίσεις (1885-1929)

H αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που παρατηρείται από το 1880 και ύστερα επηρεάζει ουσιαστικά τη γλωσσική συζήτηση: η δεκαετία του 1880 σηματοδοτεί την έναρξη της τρικουπικής περιόδου με τις τομές και τις ρήξεις που, ως ένα σημείο, θα επιφέρει στους πολιτικούς θεσμούς και την οικονομία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρακολουθούμε κάποιες πρώτες προσπάθειες μεταρρύθμισης στη παιδεία, ενώ το κράτος επιχειρεί να συγκεντρώσει και να ανακτήσει εξουσίες που ως τότε είχαν παραχωρηθεί άρρητα σε εξωθεσμικούς φορείς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα γίνουν κάποια πρώτα δειλά βήματα παρέμβασης στο γλωσσικό: το 1882 θα επιχειρηθεί να ανακοπεί το υπεραρχαϊστικό κύμα και η ετερογένεια στη γραπτή γλώσσα με την εισαγωγή τηςδιδασκαλίας της νέας ελληνικής (ουσιαστικά της καθαρεύουσας) στα σχολεία∙ την ίδια στιγμή η πολιτική εξουσία θα απαιτήσει για τον εαυτό της ένα μέρος της γλωσσικής πολιτικής που ασκείται μέχρι πολύ αργά στον 19ο αιώνα από μη επίσημους φορείς, όπως είναι οι σύλλογοι και τα φιλολογικά περιοδικά.
Ο καθ. Εμμανουήλ Κριαράς μιλάει για το έργο του Ψυχάρη
Στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας του αιώνα, η κυρίαρχη αντίληψη για τη γλωσσική μεταρρύθμιση θα αρχίσει να χάνει σιγά σιγά τα ιδεολογικά και πολιτικά της ερείσματα. Ένα μέρος των νέων αστικών στρωμάτων, που συσπειρώνεται γύρω από τις τρικουπικές μεταρρυθμίσεις, θα ζητήσει πιο γενναία βήματα σχετικά με τη γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα θα θέσει τη γλωσσική μεταρρύθμιση στο επίκεντρο της εθνικής ανόρθωσης. Στα 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης δημοσιεύει το Ταξίδι του επιφέροντας μια πολυεπίπεδη ρήξη σε ό,τι αφορά τις γλωσσικές αντιλήψεις, καθώς θα απαιτήσει τον ολοκληρωτικό εκτοπισμό της καθαρεύουσας από όλα τα επικοινωνιακά πεδία. Από την άλλη, θα θεωρήσει τη σταδιακή εισαγωγή της δημοτικής ως το βασικό μέσο για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Επίσης, θα μιλήσει για ρύθμιση και ομαλοποίηση της δημοτικής, ενώ ταυτόχρονα θα επιχειρήσει την εφαρμογή των γλωσσολογικών του συμπερασμάτων στη λογοτεχνία. Αυτό που ο Ψυχάρης διακηρύσσει το 1888 ως γλωσσικό μανιφέστο, ο E. Ροΐδης θα το συστηματοποιήσει λίγα χρόνια αργότερα, διατυπώνοντας μέσα από το βιβλίο του Είδωλα το Κατηγορώ κατά της καθαρεύουσας, χρησιμοποιώντας ένα λόγο λιγότερο ιδεολογικό και περισσότερο επιστημονικό.