Ψηφιακό σχολείο

Ψηφιακό σχολείο
κλικ στην εικόνα

Πρόγραμμα

Πρόγραμμα
κάντε κλικ στην εικόνα για καθήκοντα

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Νιρβάνας Παύλος

Παύλος Νιρβάνας
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CE%9D%CE%B9%CF%81%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%82

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ


alt«...Ένας άνθρωπος που η τύχη του τον έριξε στην Ελλάδα να δουλεύει με τη γλώσσα και να παλεύει με αυτήν όλη τη ζωή του, είναι τραγωδία και κωμωδία μαζί. Είναι μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, κινδύνους, ξαφνικά, βάσανα και πόνους. Κάτι σαν τη ζωή του Σεβάχ του θαλασσινού και του Ροβινσώνα». 
από τον Γρηγόρη Παπαδογιάννη 
--
Ήταν ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο γράψιμο. Έγραψε τα πάντα. Αναμετρήθηκε με κάθε είδος γραφής και στο τέλος έγινε ένας από τους μεγαλύτερους στο πιο εφήμερο από αυτά, το χρονογράφημα. Εφήμερο, αλλά στα χέρια του, με την μαγική του πένα, διαχρονικό. Στα δάχτυλα του ενός χεριού μετριούνται οι μεγάλοι του χρονογραφήματος κι ανάμεσά τους ήταν ξεχωριστός, εκείνος που το έκανε πραγματική τέχνη, αυτό το παραγνωρισμένο –για να μην πούμε εξαφανισμένο - πια εδώ και πολλά χρόνια, είδος γραφής. Ήταν πολυτέλεια και «χαμένος χρόνος» το χρονογράφημα. Και είδαμε με τον «κερδισμένο χρόνο» μας που φτάσαμε…
--
Ο Πέτρος Αποστολίδης, έτσι ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 
1866 στη Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, ήταν έμπορος που καταγόταν από τη Σκόπελο και η μητέρα του, Μαριέτα Ράλλη, από τη Χίο. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε λίγο αργότερα στον Πειραιά, όπου ο μικρός ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ελληνική γλώσσα.  
altΗ ΓΛΩΣΣΑ
«Πώς πρωτογνώρισα –που να έδινε ο Θεός να μην τη γνωρίσω ποτέ μου- πως πρωτοαντίκρυσα στη ζωή μου τη Γλώσσα δεν θυμούμαι καλά καλά. Όταν άρχισα να πρωτολέω τα λόγια που λένε σήμερα και οι κούκλες όταν τις ζουλάνε στο στομάχι τους δεν ήξερα πως το πράγμα αυτό λέγεται Γλώσσα. Έμαθα να μιλώ όπως έμαθα να τρώω, να περπατώ και να τραβώ τα γένεια του πατέρα μου. Όλοι μιλούσανε γύρω μου και μου φαινότανε πολύ φυσικό. Το μόνο που μου φαινότανε αφύσικο ήτανε γιατί δεν μιλούσε σαν εμέ η γάτα μας. Της έκαμα πολλές τυραννίες, την ετσίμπησα, της έσφιξα το λαιμό, τη μάδησα για να μιλήσει, μα επειδή, και καλά δεν ήθελε να βγάλει λέξη το πήρα απόφαση. Τότε η μητέρα μου μού είπε πως η γάτα έχει τη δική της γλώσσα. Ήτανε η πρώτη φορά που έλαβα κάποια ιδέα πως υπήρχε μια γλώσσα που μιλούσα εγώ κι άλλη μια που μιλούσε η γάτα μας και πως με το στανιό, δεν μπορούσα να την κάνω να μιλάει σαν κι εμένα». 

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

«Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε πως είναι καιρός ν’ αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Αφού το είπε ο πατέρας θα ήτανε σωστό. Μέρα-μέρα, νύχτα-νύχτα. Είχα την ιδέα και την έχω ακόμα, πως ο πατέρας μου τα ήξερε όλα, καλύτερα κι από το Θεό. Δεν τολμούσα ποτέ να ρωτήσω το γιατί. Ρώτησα μονάχα τη μητέρα μου: Γιατί θα τα μάθω τα γράμματα; Κι εκείνη φαίνεται πως δεν ήξερε καλά καλά το γιατί. Μου είπε μονάχα: «Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον». Δεν κατάλαβα τίποτε. Το μόνο που έκανα ήτανε να προσέχω από τότε στα ξύλα, ποια είναι πελεκημένα και ποια απελέκητα. Κι επειδή βαριόμουνα τους νεοτερισμούς, και τα γράμματα με τρόμαζαν λιγάκι, μου φαινότανε πως τα απελέκητα ξύλα ήσαν πιο όμορφα απ’ τα πελεκημένα. Μα δεν τολμούσα να το πω».
Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Το 1922 παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου (είχε στο μεταξύ διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών) και αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Είχε ξεκινήσει με μια πατριωτική ποιητική συλλογή στα δεκαοχτώ του, έγραψε διηγήματα, δοκίμια, δύο μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ταξιδιωτικές περιγραφές, κριτικές και μεταφράσεις ενώ ήταν χρονογράφος στις εφημερίδες Άστυ και Ακρόπολη αρχικά και στην Εστία από το 1905 και για τριάντα ολόκληρα χρόνια, ενώ συνεργάστηκε με πλήθος περιοδικά. Έγραψε περισσότερα από 15.000 χρονογραφήματα. Το θέμα όμως δεν ήταν η ποσότητα, θεωρείται έτσι κι αλλιώς από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς, αλλά το εξαιρετικό του στυλ γραφής και η συνεχής αναζήτηση στο γλωσσικό ζήτημα σε καιρούς που η γλώσσα προκαλούσε ακόμη και εμφύλιες διαμάχες. Ο Νιρβάνας, αφού αρχικά έγραψε στην καθαρεύουσα, πήρε κάποια στιγμή τη μεγάλη απόφαση. Στο παρακάτω κομμάτι αφηγείται πως ξεκίνησε αυτή η μεταμόρφωση, με αφορμή τα κορίτσια... 

Οι παρακείμενοι στη φωτιά
«Ο τίτλος του λογίου νέου μου ανήκε. Τα συγχαρητήρια έπεφταν βροχή στον πατέρα μου: Να χαίρεσθε τον υιόν σας. Εύγε του. Κατέχει την γλώσσαν μας». Αλλά και η δόξα έχει τα κακά της. Η καρδιά μου, με όλο αυτό το φορτίο των ελληνικών, άρχιζε να χτυπά. Τα κορίτσια που περνούσαν στην ακρογιαλιά με τα κοντά φορέματα και τις μακρυές πλεξούδες με έκαναν να ξεχάσω την σοφίαν μου. Λόγια γλυκά ανέβαιναν στα χείλη μου, κάποιες λέξεις που δεν θα ταίριαζαν στα σπουδαία έργα που έγραφα όλη νύχτα. Γύριζα να κοιτάξω τα κορίτσια μα εκείνα αντί να μου χαμογελάσουν με κοίταζαν –έτσι μου φαινότανε- με σεβασμό. Ήμουν ο νέος που κατείχε την γλώσσα. Τι μαρτύριο να είναι κανένας μεγάλος άνθρωπος!»
Ρίχνει λοιπόν να καεί στη φωτιά, όπως αφηγείται στη «Γλωσσική αυτοβιογραφία» του, μια καθαρευουσιάνικη μετάφραση του «Τορκουεμάδα» του Βίκτορος Ουγκό. «Μαζί του κάηκαν μέλλοντες, παρακείμενοι, προστακτικές, ευκτικές αναρίθμητες. Ένα βάρος έφυγε από πάνω μου. Τα τραγούδια του δρόμου έμπαιναν από το ανοικτό παράθυρο. Από το ίδιο παράθυρο έφευγε η σοφία μου. Από την ημέρα εκείνη πολλοί με σταματούσαν στο δρόμο μ’ ένα παραπονετικό ύφος, με μια συμπάθεια παράξενη και μού ‘λεγαν:
-Τι έπαθες αδελφέ; Γιατί αυτό;
-Τι έπαθα;
- Πώς εχάλασες έτσι τη γλώσσα σου;
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν φανερό πως με είχαν βγάλει από την υπόληψή τους».

Η Τέχνη, οι φάρσες και η φωτογραφία του Παπαδιαμάντη

Το 1908, μια παρέα δημοτικιστών (Νιρβάνας, Παλαμάς, Μαβίλης, Θεοτόκης, Ψυχάρης, Μαλακάσης κ.α.) δημιούργησε ένα περιοδικό γραμμένο από την αρχή ως το τέλος σε δημοτική γλώσσα κάτι που δεν είχε τολμήσει κανείς ως τότε. Έτσι ο Νιρβάνας γίνεται ο στόχος του φιλολογικού κατεστημένου αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται και στο επίκεντρο μιας μεγάλης παρέας που θα καθορίσει για χρόνια τα λογοτεχνικά πράγματα στην Ελλάδα, μιας παρέας πάντως από την οποία δεν έλειπαν ούτε οι αντιζηλίες ούτε οι απίθανες φάρσες. Όπως εκείνη του Χατζόπουλου που όταν έφυγε για ένα διάστημα στη Γερμανία άρχισε να στέλνει σε γνωστούς και φίλους γράμματα με τρομερά παραληρήματα μεγαλείου. Όλοι βεβαιώθηκαν ότι ήταν τρελός και όταν γύρισε είδε κι έπαθε να τους πείσει ότι επρόκειτο για φάρσα. Χρησιμοποίησε μάλιστα τον Νιρβάνα ως ασπίδα για να πάει να ζητήσει συγνώμη από τον Παλαμά. Ο ποιητής άκουσε αυτά που είχαν να του πουν και τους είπε κοφτά: «Εγώ θα εξακολουθήσω να τον θεωρώ τρελό». 
Στην εφημερίδα «Άστυ» όπου ο Νιρβάνας ήταν χρονογράφος ο Παπαδιαμάντης εργαζόταν ως μεταφραστής. Τον είχε γνωρίσει παιδί ακόμη μέσω ενός εξαδέλφου του που τον πήγε να δει έναν πατριώτη (σκιαθίτης ο Παπαδιαμάντης, σκοπελίτης ο Νιρβάνας) που θα μπορούσε να έχει γίνει ολόκληρος καθηγητής αλλά χαράμισε τη ζωή του με …τα γραψίματα. Ο Παπαδιαμάντης σπάνια διάβαζε ομότεχνούς του, δεν παρέλειπε όμως ποτέ να διαβάσει το χρονογράφημα του «συμπατριώτη» του. Ο Νιρβάνας ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να κάμψει την αντίσταση του μεγάλου λογοτέχνη και να τον φωτογραφίσει στη Δεξαμενή.  


BELLE EPOQUE
Ο πρώτος του γάμος ήταν με τη Λιλή Μίχογλου, το 1909. Απέκτησαν δύο αγόρια, τον Κώστα και τον Σπύρο. Ο γάμος διαλύθηκε το 1924. Δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Σοφία Σιγάλα. Από το δεύτερο γάμο γεννήθηκαν ο Μάριος, η Μαρία και ο (αργότερα λογοτέχνης) Γιώργος. Όμως τη ζωή του χαρακτηρίζει από την αρχή ως το τέλος - έφυγε το 1937, σε ηλικία εξηνταενός χρόνων, από βρογχοπνευμονία- μια αδιάκοπη αφοσίωση στο γράψιμο. Όταν τον ρώτησαν κάποτε ποια είναι τα «χόμπι» του, απάντησε: «Ξέρεις ποια είναι η ερασιτεχνική μου ασχολία τώρα; Να ζω, φίλε μου, να ζω. Όλη μέρα εργάζομαι. Η ζωή μου κατάντησε πάρεργο».
Υπερβολές ενός ανθρώπου που αγάπησε τη ζωή. Απλώς η ζωή του περιστρεφόταν πάντα γύρω από το γράψιμο και οι πιο δικοί του άνθρωποι ανήκαν σχεδόν όλοι στον καλλιτεχνικό κύκλο. Με τα κείμενά του ο Νιρβάνας  «χρονογράφησε» τη ζωή πολλών ξεχωριστών ανθρώπων της εποχής του: τον ποιητή-διαρρήκτη Περικλή Ραυτόπουλο, τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Ιταλό ποιητή Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, τον Ζαν Μορεάς, τον Νίκο Επισκοπόπουλο (Νικολά Σεγκύρ) τον Γρηγόριο Ξενόπουλο αλλά και τον Παλαμά του οποίου είχε γίνει …χορηγός. Ο Παλαμάς είχε δημοσιεύσει μια αγγελία για να τον ενισχύσουν (συνηθιζόταν τότε) προκειμένου να εκδόσει την πρώτη του συλλογή και ο δεκαεξάχρονος Νιρβάνας θαυμαστής ήδη του ποιητή, έδωσε το τεράστιο για τα οικονομικά του ποσό των εκατό δραχμών.
-
altΟ Παύλος Νιρβάνας (το 1928 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών) προτίμησε να προσπεράσει τα μεγαλεπήβολα έργα και να ασχοληθεί με το «μικρό» και «ταπεινό» χρονογράφημα στο οποίο έδωσε αριστουργήματα. Δεν ήταν όμως καθόλου ασήμαντα τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του, ιδίως το «Έγκλημα στο Ψυχικό» όπου δίνει ένα εξαιρετικό στίγμα της εποχής του. Το γράψιμό του επηρεάστηκε από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού και συμβολισμού, καθώς και από τη φιλοσοφική σκέψη του Νίτσε αλλά και το θέατρο του Ίψεν. Στην πραγματικότητα ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα ελληνικά λογοτεχνικά σαλόνια (και καφενεία) με ό,τι σημαντικό γινόταν στην Ευρώπη για πολλές δεκαετίες. Κι αυτή ακόμη να ήταν η μοναδική του συνεισφορά στα γράμματα πάλι θα ήταν αρκετό. Ήταν όμως επιπλέον ένας μεγάλος στυλίστας, ένας δεξιοτέχνης και μαζί ένας δάσκαλος της γραφής. «Παρακολουθεί», γράφει ο Ξενόπουλος, «όλα τα νέα βιβλία, παρακολουθεί βήμα προς βήμα, την πνευματική κίνηση των ημερών μας. Δεν υπάρχει ιδέα, τάση, συρμός, κίνηση, ύφος, σχολή, τεχνοτροπία, μορφή, σύστημα που να μην το μάθει πρώτος, να μην το εγκολπωθεί. Ρομαντισμός, νατουραλισμός, συμβολισμός, προραφαηλισμός, νιτσεϊσμός, ιψενισμός, όλοι και όλα εκ περιτροπής τον ευρήκαν πρόθυμο μαθητή και έπειτα δάσκαλο»

-
Ο ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

«Στην ίδια σελίδα ελληνίζει εναλλάξ ως Βερναρδάκης, ως Γαβριηλίδης,  ή ως Ψυχάρης, χαριτολογεί ως Ανατόλ Φρανς ή ως Ροΐδης, ποιητίζει ως ο Ντ’ Ανούντσιο και ο Μέτερλινγκ ή ως ο Χρηστομάνος, περιγράφει ως Λοτί, ως Φλομπέρ ή ως Μητσάκης, διηγείται ως Μωπασάν ή ως Παπαδιαμάντης, φιλοσοφεί ως ο Νίτσε, ως ο Τολστόι ή ως ο Μπερξόν. Και όμως, ο πολυειδής αυτός, ο πολύγλωσσος και πολύτροπος –μικτή, δημοτική, καθαρεύουσα- είναι πάντοτε ο ίδιος ο Νιρβάνας»
(Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος για τον Παύλο Νιρβάνα)


**
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ - ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
(ένα απόσπασμα)

Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος. Ήτανε ένας νέος λιγνός, κιτρινιάρης, σπανός. Η μητέρα μου τον έλεγε δασκαλάκη. Αυτός μου άρεσε. Όπως ήμουνα κι εγώ παιδάκι, ο δασκαλάκης δεν με φόβιζε τόσο. Μου φαινότανε σαν παιγνίδι.

Ο δασκαλάκης μου ’φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόντυλα και μολύβια. Τέτοια παιγνίδια δεν είχα ιδεί ακόμη• τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα. Ο δασκαλάκης πήρε δύο καρέκλες, τις έβαλε κοντά μου και μου είπε καποια λόγια που δεν τα θυμάμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να μου μιλεί, θυμήθηκα το Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο δασκαλάκης με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δασκαλάκης είπε τότε – το θυμούμαι καλά:

– Μην το μαλώνετε, κυρία! Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν Ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούμε. Ύστερα συνηθίζουν.

Και ξανάρχισε:

– Πρόσεξε, παιδί μου. Τα στοιχεία του αλφαβήτου της ελληνικής γλώσσης είναι είκοσι και τέσσαρα τον αριθμόν.

Εμένα με ξανάπιασαν τα γέλια.
– Πες το και συ, παιδί μου…ξαναείπε ο δασκαλάκης. 
Το ξαναείπα.
Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. Δεν σου το είπα εγώ;
Ο δασκαλάκης είχε δίκιο. Συνήθισα. Μήπως δεν είχα συνηθίσει και το μουρουνόλαδο; Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα παρατατικούς, υπερσυντελίκους, μέσους μέλλοντας, δυϊκούς αριθμούς: τῷ ἀνθρώπῳ, τοῖν ἀνθρώποιν, και χίλια δυο πράματα, που δεν τα θυμούμαι σήμερα. Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον "άνθρωπο", σε δύο λεπτά το "τύπτω, τύπτεις". Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ’ τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράματα: «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμακοντυλοπελεκητή», και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ’ ένα συνηρημένο: "χρυσέος χρυσοῦς, τοῦ χρυσέου χρυσοῦ…" δεν ξέρω πώς κόλλησα στο τέλος: «Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;…» με μια γρηγοράδα καταπληκτική.
Ο δασκαλάκης μού χτύπησε μια με το χάρακα στο κεφάλι. Ήτανε η πρώτη φορά που μ’ έδειρε.

Ωστόσο ήμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλο μου όταν μπαίνω σ’ ένα σπίτι, να τρώω με το πιρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροί μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντελίκους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου έκανε εντύπωση.

Πλησίαζε σε λίγο η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ’ άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί, πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: «Χρόνια πολλά, να ζήσετε!». Κι έπαιρνα τα δώρα μου μ’ ένα φιλί. Τώρα όμως ήμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μού είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί πρωί.

– Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω;

– Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα Ελληνικά και δεν θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράψε.

Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και το άλλο πρωί, το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου ’δωσε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: «Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι.» Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είναι λίγος μάλιστα καιρός που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε κι εσείς:
«Πότνιοι γεννήτορες! ᾿Επὶ τῇ πρώτῃ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἀνάπλεως συγκινήσεως κι’ εὐγνωμοσύνης, ἀνθ’ ὧν πολλά τε μὲ ἠγαπήσατε, πολλά τε δ’ εὐ ἐποιήσατε, ἐπεύχομαι ὑμῖν ὑγείαν, εὐτυχίαν καὶ πᾶν τò καταθύμιον. 
῎Ερρωσθε, 
ὁ ἐσαεὶ εὐγνώμων υἱός»
Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα. 

Από τότε, πρέπει να τ’ ομολογήσω, η αγάπη μου και η υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με τη λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρό μου ήτανε να μάθω να γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης
---
ΠΗΓΕΣ
Παύλου Νιρβάνα, Φιλολογικά απομνημονεύματα, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη Κρήτης
Παύλος Νιρβάνας, Άπαντα, επιμέλεια Γιώργου.Βαλέτα, εκδόσεις Γιοβάνη, 1968
Στέλιου Ξεφλούδα, «Νιρβάνας, Χρηστομάνος, Ροδοκανάκης» εκδόσεις Ι.Ζαχαρόπουλος, 1957
www.indiktos.gr/
www.skopelosweb.gr
www.ndimou.gr