Ευχαριστούμε πολύ για τα γεύματα του πρωινού ,που έφεραν στην τάξη :η Σοφία,ο Θέμης(δύο φορές),ο Σάββας,η Σίσσυ,η Χριστίνα.
Το έπος… του 1940( Σοφία και Θανάσης)
Στην τάξη μας μιλήσαμε για το Έπος του 40,την εποχή του Β΄παγκόσμιου
πολέμου.
Το πιο ανατριχιαστικό πράγμα
που άκουσα ήταν για το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς,που εκεί γινόταν
εκκαθαρίσεις λαών που δεν ανήκαν στην Αρία Φυλή.Τους έβαζαν να σκάβουν,να δουλεύουν
συνέχεια και στο τέλος να εξοντώνονται με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο,τους έκαιγαν
σε φούρνους ή τους θανάτωναν στο θάλαμο αερίων.
Ακόμα ,διαβάσαμε τον Μεγάλο
Περίπατο του Πέτρου.Στο βιβλίο ο Πέτρος είναι ένα αγόρι ,που ζει την 27η
Οκτωβρίου 1940 .
Ο Πέτρος ασχολείται με τα
ζουζούνια του ,που έχει ως κατοικίδια αλλά μετά την έναρξη του πολέμου δεν θέλει
να είναι φυλακισμένα και τα αφήνει ελεύθερα σε διπλανό οικόπεδο.Οι σειρήνες βουίζουν,τα
φορτηγά φεύγουν για το μέτωπο μαζί με στρατιώτες ,όπως και ο θείος Άγγελος.Η
μαμά του δεν μιλάει ,κοιτάει συνέχεια τα λιγοστά τρόφιμα που έχει το σπίτι.Η ζωή
τους έχει αλλάξει από το Όχι του 40.
Στο
απόσπασμα του Μπεράτη ,ο ήρωας έφτασε για να παρουσιαστεί στο μέτωπο.Η ανηφόρα
στο βουνό του έκοβε την ανάσα.Περπατούσε συνέχεια μη μπορώντας να σταματήσει,αφού
είχε την αίσθηση του καθήκοντος.Τον καιρό εκείνο
όλα τα βιβλία ανεξάρτητου είδος κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, σε όχι και τόσο
ικανοποιητική κατάσταση, γιατί ήταν φθαρμένα, παλιά. Το μόνο που μοιράζονταν
ήταν η ψυχή του ανθρώπου και μαζί με αυτή ότι την έτρεφε…
Στους δρόμους της Αθήνας, υπήρχαν πολλοί
νεκροί, τον καιρό εκείνο, έμοιαζαν με απλά εμπόδια που απλά είναι στημένα και
προσπαθείς να τα προσπεράσεις… όταν έδινες φαγητό στα παιδιά, και αυτά σε
κοιτούσαν με αυτό το βλέμμα, δεν ήξερες εκείνη την στιγμή αν θα έτρωγαν το ίδιο
σου το χέρι ή αυτό που τους έδινες.
Να τώρα που κάθομαι σε αυτό το δωμάτιο
με τους τέσσερις τοίχους, τακτοποιώ όλα μου τα βιβλία. Η μαμά λέει να τα βάζω
δίπλα από το κρεβάτι μου, φτιάχνοντας μια ψηλή στοίβα γιατί τα χρήματα μας δεν
φτάνουν για να αγοράσουμε ένα μικρό κομοδίνο…
Χωρίς αυτούς τους ποιητές, τους
πολυαγαπημένους μάλιστα στην κυρία μου, ακόμα θα ζούσαμε σε ένα απόλυτο χάος,
και εννοώ αυτούς τους τρεις πολύ σημαντικούς ανθρώπους, τον Σεφέρη, τον Καβάφη
και τον Καρυωτάκη.
Ο Σεφέρης σαν διαπραγματευτής που ήταν
εκείνη την εποχή, ήξερε καλά πως ο πόλεμος έφτανε και σε εμάς, στην χώρα μας,
και θα μας κατέστρεφε αλλά επίσης ήξερε πως αυτό ήταν πολύ λίγο για να γράψει
ποιήματα τα οποία θα ήταν τόσο αποκαλυπτικά.
Τον καιρό που υπήρχε πόλεμος , όλη η
Ελλάδα πέρασε στιγμές απόλυτης φτώχειας, όλες οι γυναίκες με τα σακιά μάζευαν
ότι έβρισκαν, ότι μπορούσαν, τα παιδιά τις περισσότερες φορές δεν πήγαιναν
σχολείο, αλλά όσες πήγαιναν, πήγαιναν ξυπόλυτα και λασπωμένα, για τον λόγο πως
συνέχεια έβρεχε και όλα γέμιζαν λάσπες και νερά.
Όλοι οι στρατιώτες έφευγαν για τον πόλεμο
αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια και συγκινημένα πρόσωπα. Εκείνη την ώρα όσοι
έμεναν πίσω απλά εύχονταν να μην πάθει τίποτα αυτός που έστελναν, είτε ήταν
γιος, είτε αδερφός ή πατέρας…. Τέτοιες σκέψεις επικρατούσαν στο μυαλό όλων….!