Ψηφιακό σχολείο

Ψηφιακό σχολείο
κλικ στην εικόνα

Παπασυμεών Ελισσάβετ και Κουτσουράς Εμμανουήλ:Δάσκαλοι της Β΄τάξης

Παπασυμεών Ελισσάβετ και Κουτσουράς Εμμανουήλ:Δάσκαλοι της Β΄τάξης
κάντε κλικ στην εικόνα για καθήκοντα

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Γ.Σεφέρης

Άρνηση
Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι.
μα το νερό γλυφό.


Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ’ όνομά της..

ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.


Με τι καρδιά, με τι πνοή,

τι πόθους και τι πάθος

πήραμε την ζωή μας. λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή


Η Δήλωση Σεφέρη


Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.

Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.




Η Χούντα, φανερά ενοχλημένη από την εξέλιξη αυτή, θα αφαιρέσει από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του. Θα δικαιολογήσει την πράξη της αυτή με το επιχείρημα ότι ή δήλωσή του μεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα συνιστά αντεθνική προπαγάνδα. Στον χορό θα μπει και ο φιλικός της Τύπος, που θα γράψει ότι ο Σεφέρης «πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», ενώ θα τον χαρακτηρίσει κρυφοκομμουνιστή και μίσθαρνο όργανο ξένων κυβερνήσεων.


Κατά το μεσημέρι στο Μουσείο, ξανακοίταξα τον Ηνίοχο. Δεν έζησε πολύ στα μάτια των παλαιών, καθώς μας λένε. Ένας σεισμός έθαψε το έργο εκατό χρόνια αφού το έστησαν – αυτός ο αιώνιος διάλογος στους Δελφούς της οργής της γης και της ιερής γαλήνης. Έμεινα πολλή ώρα κοντά του. Όπως και άλλοτε, όπως πάντα, αυτή η ακίνητη κίνηση σου κόβει την ανάσα. Δεν ξέρεις. Χάνεσαι. Έπειτα προσπαθείς να κρατηθείς από τιςλεπτομέρειες. Τα αμυγδαλωτά μάτια με το στηλό, διάφανο βλέμμα, το θεληματικό σαγόνι, τις σκιές γύρω στα χείλια, στον αστράγαλο ή στα νύχια του ποδιού. Ο χιτώνας που είναι ή δεν είναι κολόνα. Κοιτάζεις τις ραφές του, τις ταινίες που τον συγκρατούν σταυρωτά. Τα γκέμια στο δεξί χέρι που μένουν εκεί κουβαριασμένα, ενώ τα άλογα έχουν καταποντιστεί μέσα στο χάσμα του καιρού. Έπειτα η ανάλυση σε ενοχλεί. Έχεις την εντύπωση πως αφουγκράζεται μια γλώσσα που δεν μιλιέται πια. Τί σημαίνουν αυτές οι λεπτομέρειες που δεν είναι δεξιοτεχνίες. Πώς εξαφανίζονται έτσι μέσα στο σύνολο. Τί υπήρχε πίσω από αυτή τη ζωντανή παρουσία. Διαφορετικές ιδέες, διαφορετικοί έρωτες, διαφορετική προσήλωση. Έχουμε δουλέψει σαν τα μερμήγκια και σαν τις μέλισσες πάνω σ’ αυτά τα απομεινάρια. Πόσο την έχουμε προσεγγίσει την ψυχή που τα έπλασε. Θέλω να πω αυτή τη χάρη στην ακμή της, αυτή τη δύναμη, αυτή τη μετριοφροσύνη κι αυτά που συμβολίζουν τέτοια σώματα. Αυτή τη σίγουρη πνοή που κάνει τον άψυχο χαλκό να υπερβαίνει τους κανόνες του λογικού μας και να γλιστρά μέσα σ’ έναν άλλο χρόνο, καθώς στέκεται εκεί, στην ψυχρή αίθουσα του μουσείου…


Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

—Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;χρόνια ξενιτεμένος ήρθεςμε εικόνες που έχεις αναθρέψεικάτω από ξένους ουρανούς5μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.
—Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέσηκι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλιακι όμως σαν ήμουνα παιδί10έπαιζα πάνω στο χορτάρικάτω από τους μεγάλους ίσκιουςκι έτρεχα πάνω σε πλαγιέςώρα πολλή λαχανιασμένος.
—Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου15σιγά σιγά θα συνηθίσεις·θ’ ανηφορίσουμε μαζίστα γνώριμά σου μονοπάτιαθα ξαποστάσουμε μαζίκάτω απ’ το θόλο των πλατάνων20σιγά σιγά θα ’ρθουν κοντά σουτο περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
—Γυρεύω το παλιό μου σπίτιμε τ’ αψηλά τα παραθύριασκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό25γυρεύω την αρχαία κολόναπου κοίταζε ο θαλασσινός.Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη;οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμουςκι όσο μακριά και να κοιτάξω30βλέπω γονατιστούς ανθρώπουςλες κάνουνε την προσευχή τους.
—Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;σιγά σιγά θα συνηθίσειςτο σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις35κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουνσε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σουγλυκά να σε καλωσορίσουν.
—Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;σήκωσε λίγο το κεφάλι40να καταλάβω τί μου λεςόσο μιλάς τ’ ανάστημά σουολοένα πάει και λιγοστεύειλες και βυθίζεσαι στο χώμα.
—Παλιέ μου φίλε συλλογίσου45σιγά σιγά θα συνηθίσειςη νοσταλγία σού έχει πλάσειμια χώρα ανύπαρχτη με νόμουςέξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.
—Πια δεν ακούω τσιμουδιά50βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλοςπαράξενο πώς χαμηλώνουνόλα τριγύρω κάθε τόσοεδώ διαβαίνουν και θερίζουνχιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Αθήναάνοιξη 1938