Ψηφιακό σχολείο

Ψηφιακό σχολείο
κλικ στην εικόνα

Παπασυμεών Ελισσάβετ και Κουτσουράς Εμμανουήλ:Δάσκαλοι της Β΄τάξης

Παπασυμεών Ελισσάβετ και Κουτσουράς Εμμανουήλ:Δάσκαλοι της Β΄τάξης
κάντε κλικ στην εικόνα για καθήκοντα

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα(Αλαμάνα)-Μάθημα από τις πηγές

Πηγή 1

Αλέξανδρος Ησαίας, ζωγραφική απεικόνιση της μάχης της Αλαμάνας, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό ΜουσείοΑλέξανδρος Ησαίας, ζωγραφική απεικόνιση της μάχης της Αλαμάνας, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Το μνημείο του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας, όπου σουβλίστηκε από τους Τούρκους Το μνημείο του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας, όπου σουβλίστηκε από τους Τούρκους

Οι επαναστατικές εστίες στη Στερεά Ελλάδα


Πηγή 2

Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τους κατοίκους του Γαλαξιδίου, 22 Μαρτίου 1821
«Αγαπημένοι μου Γαλαξιδιώτες,
Ήταν βέβαια γραμμένα από τον Θεό να πάρουμε τα άρματα μια μέρα και να ορμήξουμε στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια χωρίς έλεος μας τυραννούν. Τι τη θέλουμε, αδέλφια, αυτή την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε κάτω από τη σκλαβιά και το σπαθί του Τούρκου να ακονίζεται στα κεφάλια μας; Δεν βλέπετε που τίποτε δεν μας απόμεινε; Οι εκκλησίες μας έγιναν τζαμιά και στάβλοι των Τούρκων. Κανένας δεν μπορεί να πει πως έχει κάτι δικό του, γιατί το πρωί βρίσκεται φτωχός σαν ζητιάνος στο δρόμο, οι οικογένειές μας και τα παιδιά μας βρίσκονται στα χέρια και στην κρίση των Τούρκων. Τίποτε, αδέλφια, δεν μας έμεινε, δεν είναι λοιπόν σωστό να σταυρώσουμε τα χέρια και να κοιτάμε τον ουρανό. Ο Θεός μας έδωσε χέρια, γνώση και νου. ας ρωτήσουμε την καρδιά μας και ας πράξουμε γρήγορα ό,τι μας απαντήσει και ας είμαστε αδέλφια βέβαιοι πως ο πολυαγαπημένος μας Χριστός θα μας προστατεύσει. Ό,τι είναι να κάνουμε θα πρέπει να το κάνουμε μια ώρα γρηγορότερα, γιατί ύστερα θα χτυπάμε τα κεφάλια μας».
(Απόδοση στα νέα ελληνικά)

Με βάση την Πηγή 1, ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στην προσπάθειά του να εμψυχώσει τους κατοίκους του Γαλαξιδίου;

Πηγή 3

Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος - Τὰ Πρῶτα Τραγουδήματα τοῦ Εἰκοσιένα
(Κείμενα ἀπὸ τὸν Φλωριέλ)

Ἀπὸ περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Ἀφιέρωμα στὸ ’21, Χριστούγεννα 1970, Νο 1043 σσ. 246-59
Ι. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ

α) Το κείμενο

(βλ. Fauriel ΙΙ 34-36, ελλ. έκδ. σ. 212-3)

Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα,
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
-Ουδ’ ο Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
- Το στράτευμά μου (1) σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε (2) κάτω στην Αλαμάνα,
όπου ταμπούρια δυνατά έχει (3) και μετερίζια.
Επήραν τ’ αλαφρά (4) σπαθιά και τα βαριά τουφέκια, 
στην Αλαμάναν’ έφτασαν κι’ έπιασαν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε (5), παιδιά μη φοβηθήτε, 
ανδρεία (6) ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!
Εκείνοι εφοβήθηκαν (7) κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους.
Έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά (8) με δεκοχτώ λεβέντες,
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σκίστηκε το τουφέκι του κι’ εγίνηκε κομμάτια,
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν’ εμπήκε, 
έκοψε Τούρκους άπειρους κι’ εφτά μπουλουκμπασάδες. 
Πλην το σπαθί του έσπασε ν’απάν’ από τη χούφτα (9)
κι’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι’ [ο] Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
- Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης, 
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης,
Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέει:
-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ απεθάνω. (10)
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες, 
μόνο πέντ’ έξι ημερών (11) ζωή να μου χαρίστε,
όσο να φτάσ’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
ότι (12) θα σβήση την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι. (13)
Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν, 
Ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
- Εμέν’ αν εσουβλίσετε (14), ένας Γραικός εχάθη,
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το Δοβλέτι.

(*) Μπουλουκμπασήδες: Ομαδάρχες στρατολογημένων, διοικητές μπουλουκιών, Μαχμουτιέδες: χρυσά νομίσματα επί Σουλτάνου Μαχμούτ Α΄, Χαλήλμπεης, ή Χαλίλ Μπέης: Τούρκος έμπορος της Λαμίας, Δοβλέτι, ή Ντοβλέτι: Κράτος, κυβέρνηση (εκ της αραβικής), Καπετάν Νικήτας: Ο Νικηταράς, εκ του στίχου αυτού διαφαίνεται ότι το τραγούδι συντάχθηκε τουλάχιστον μετά από δύο μήνες όπου πράγματι ο Νικηταράς πέρασε ηγούμενος Πελοποννησίων στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.

Πηγή 4


Πηγή 5

του Αθανασίου Διάκου

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην' ο Καλύβας έρχεται, μην' ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ' ο Καλύβας έρχεται νουδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις;»
Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α' με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.


Από το Μουσείο του Διάκου  http://www.athanasios-diakos-museum.gr/

Ο Διάκος στην Τέχνη: