Ψηφιακό σχολείο

Ψηφιακό σχολείο
κλικ στην εικόνα

Παπασυμεών Ελισσάβετ και Κουτσουράς Εμμανουήλ:Δάσκαλοι της Β΄τάξης

Παπασυμεών Ελισσάβετ και Κουτσουράς Εμμανουήλ:Δάσκαλοι της Β΄τάξης
κάντε κλικ στην εικόνα για καθήκοντα

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

 

1.Ο Καποδίστριας

Ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση μιας χώρας που έβγαινε από πολύχρονο αγώνα ενώ οι κάτοικοι της και ιδιαίτερα οι πρόσφυγες ήταν εξαθλιωμένοι. 

Ο Κυβερνήτης επιχείρησε να οργανώσει το κράτος, βελτιώνοντας τη διοίκηση και την οικονομία του. Προκειμένου να πετύχει το στόχο του, συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του αναβάλλοντας για δύο χρόνια τη σύγκληση της Δ' Εθνοσυνέλευσης, που τελικά πραγματοποιήθηκε στο Άργος. Επίσης, για να διευκολύνει τις συναλλαγές, ίδρυσε Εθνική Τράπεζα και έκοψε νομίσματα (φοίνικας) που αντικατέστησαν τα τουρκικά γρόσια.

Ο Καποδίστριας, επειδή πίστευε ότι η πρόοδος της χώρας στηριζόταν στη γεωργία, ίδρυσε Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα για την εκπαίδευση των Ελλήνων αγροτών, εισήγαγε την καλλιέργεια της πατάτας και στήριξε την παραγωγή μεταξιού. Παράλληλα, αναπτύχθηκαν το εμπόριο και η ναυτιλία και οργανώθηκε τακτικός στρατός.

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στη βασική εκπαίδευση των Ελλήνων. Αρμόδια Επιτροπή ανέλαβε τη σύνταξη βιβλίων και τη δημιουργία αλληλοδιδακτικών σχολείων, στα οποία οι καλύτεροι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων μάθαιναν στους μικρότερους με τη βοήθεια του δασκάλου γραφή και ανάγνωση. Ιδρύθηκε επίσης το πρώτο ελληνικό Γυμνάσιο, ενώστο Ορφανοτροφείο της Αίγινας λειτούργησαν αλληλοδιδακτικά, ελληνικά και χειροτεχνικά σχολεία. Στην Αίγινα λειτούργησε και το Κεντρικό Σχολείο

Καθώς οι διαπραγματεύσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) συνεχίζονταν, η χώρα δεν είχε ακόμη καθορισμένα σύνορα. Ο Κυβερνήτης χρησιμοποίησε το κύρος και την εμπειρία του στη διεθνή διπλωματία για να πετύχει την κατοχύρωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων εδαφών στο ελληνικό κράτος, προτείνοντας να είναι εντελώς ανεξάρτητο και με δικό του ηγεμόνα. Προσπάθησε επίσης να κρατά επαναστατημένη την Κρήτη και τη Στερεά Ελλάδα, προκειμένου οι περιοχές αυτές να συμπεριληφθούν στο νέο κράτος. Στην τελευταία μάχη της Επανάστασης, που δόθηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας τον Σεπτέμβριο του 1829, οι εξεγερμένοι Έλληνες με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη νίκησαν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν να συνθηκολογήσουν. Μετά τη σημαντική αυτή νίκη, η Λειβαδιά και ουσιαστικά ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα παραδόθηκε στους επαναστάτες.

Η συγκεντρωτική διακυβέρνηση του Καποδίστρια και η σύγκρουσή του με πολλά τοπικά συμφέροντα προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια πολιτικών ομάδων, που αντέδρασαν στην πολιτική του. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο, με αποτέλεσμα στη χώρα να επικρατήσει αναρχία.




2.Εμφύλιος πόλεμος στο 1821 (ποιοι πήραν μέρος,πώς ξεκίνησε και γιατί)

Ο Ελληνικός Εμφύλιος της περιόδου 1823 - 1825 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επαναστάσεως αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους. Χωρίζεται σε δύο φάσεις: η πρώτη (Φθινόπωρο 1823 - Καλοκαίρι 1824) χαρακτηρίστηκε μόνο από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία.

Από τους πρώτους κιόλας μήνες της Επανάστασης του 1821, έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ Φιλικών, που αποτελούσαν την δημοκρατική πολιτική παράταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, και Κοτζαμπάσηδων του Μοριά πυ με κύριο όργανο εξουσίας, την Πελοποννησιακή γερουσία αλλά και τις τοπικές δημογεροντίες, εκπροσωπούσαν την ολιγαρχική παράταξη.

   Η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις προτάσεις του Δημητρίου Υψηλάντη, πληρεξούσιου του Μοριά και γενικού επιτρόπου της Ανωτάτης αρχής, με τις οποίες απαιτούσε από τους κοτζαμπάσηδες τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επανάστασης πόλωσε το ήδη τεταμένο κλίμα. Ακολούθησε η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με την οποία επισφραγίστηκε η ήττα των Φιλικών αφού παραμερίστηκαν εντελώς από την πολιτική εξουσία.

Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα αποδείχτηκε η Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας. Στην εθνοσυνέλευση διαμορφώθηκαν τρεις πολιτικές παρατάξεις, αυτή των Φιλικών, που αποτελείτο από δημοκρατικούς με κυρίαρχες μορφές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Δημήτριο Υψηλάντη, αυτή των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και τέλος αυτή των Υδραίων καραβοκύρηδων που συνεργάζονταν με τους Ρουμελιώτες. Οι δύο τελευταίοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση έχοντας δύναμη 150 πληρεξουσίων. Οι αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ήταν καταδικαστικές για το κόμμα των δημοκρατικών. Ο Κολοκοτρώνης έχασε την αρχιστρατηγία ενώ οι περισσότερες και ουσιαστικότερες πολιτικές θέσεις καλύφθηκαν από μέλη του κόμματος των κοτζαμπάσηδων και των Υδραίων. Ο εμφύλιος πόλεμος πια ήταν προ των πυλών.

Α΄ ελληνικός εμφύλιος

Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του εκτελεστικού, δηλαδή του κυρίαρχου οργάνου εξουσίας, και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.

Παρόλο που το μέλλον των κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Κολοκοτρώνης εντελώς ξαφνικά προσχωρεί στο κόμμα των κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιου του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου και τον διορισμό του ίδιου στη θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή του Κολοκοτρώνη εξόργισε τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα.

Αν και στην θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού, ο Κολοκοτρώνης παρέμενε πολιτικά ανίσχυρος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του βουλευτικού και ο Κολοκοτρώνης έρχονται σε σύγκρουση. Ο Κολοκοτρώνης τον απείλησε λέγοντας του «μην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα, όπου μπορούσε ελεύθερα να σχεδιάσει τις πολιτικές του κινήσεις. Η αποχώρηση του Μαυροκορδάτου θεωρήθηκε επιτυχία του Κολοκοτρώνη που δεν μπορούσε τότε να συνειδητοποιήσει τα μελλούμενα. Ο Μαυροκορδάτος έχοντας στενές επαφές με την αγγλική κυβέρνηση, είχε σχεδόν εξασφαλίσει την υπόσχεση τους για δάνειο. Αλλά και η κίνηση του να καταφύγει στην Ύδρα φανέρωσε τις στενές του σχέσεις με την οικογένεια Κουντουριώτη, η οποία από αυτό το σημείο και μετά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εμφύλιες διαμάχες.

Η αντιπαράθεση μεταξύ του εκτελεστικού σώματος (ε.σ.) στο οποίο ηγείτο ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ως πρόεδρος (έχοντας στη θέση του αντιπροέδρου τον Κολοκοτρώνη) και του βουλευτικού σώματος (β.σ.) που είχε επικεφαλής τον Μαυροκορδάτο επιδεινώθηκε το φθινόπωρο του 1823. Αμφότερα τα σώματα έδρευαν εκείνη την περίοδο στη Σαλαμίνα.

Υπόβαθρο

Το ε.σ. διέθετε την πολιτική (κυβερνητική) εξουσία, την οποία ασκούσε δια των υπουργών του, των επάρχων και με τις διοικητικές-οικονομικές του υπηρεσίες. Παράλληλα όμως, είχε και την ισχύ των όπλων (στρατιωτική εξουσία) καθώς σε αυτό παρέμενε πιστή η πλειοψηφία των επαναστατικών στρατευμάτων των Πελοποννήσιων οπλαρχηγών. Προπύργια του ε.σ. ήταν το φρούριο του Ναυπλίου, το οποίο ήλεγχε ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος (ως φρούραρχος) και η εύπορη επαρχία της Ηλείας στην οποία κυριαρχούσε ο Σισίνης και η οποία είχε μετατραπεί σε εφοδιαστικό κέντρο της κυβέρνησης. Ο ρόλος του β.σ. φαινόταν έτσι δευτερεύοντας, λόγω της εξάρτησής του από το ε.σ. Ωστόσο, το τελευταίο δεχόταν έντονη κριτική που έφτανε στη δημόσια διατύπωση κατηγοριών, τόσο από τα μέλη του β.σ. κατά τις συνεδριάσεις τους, όσο και από τους πλοιοκτήτες της Ύδρας, του πιο ισχυρού από τα ναυτικά νησιά της επαναστατημένης χώρας και το οποίο πρόσκεινταν στο β.σ. Τάσεις αμφισβήτησης της εξουσίας του ε.σ. εκδηλώνονταν ήδη στην Αχαΐα από τον Ζαΐμη και στην Ηλεία, αλλά και στη Βοστίτσα και στα Καλάβρυτα, από τους αδελφούς Λόντου. Επιπλέον, μυστικές διαβουλεύσεις που διεξάγονταν, είχαν οδηγήσει αρκετούς απ’ τους μέχρι τότε υποστηρικτές του Κολοκοτρώνη να μεταπηδήσουν φανερά ή κρυφίως στην αντίθετη παράταξη (β.σ.) Υπεροπλία όμως διέθετε το β.σ. σε βάρος του ε.σ. και βάσει των συμμετέχοντων στα δυο «κόμματα» προσωπικοτήτων, αφού έναντι των έμπειρων πολιτικών του β.σ. (Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Λ. Κουντουριώτης, Ζαίμης κ.α.) το ε.σ. είχε να αντιπαρατάξει ουσιαστικά μόνο το σύμβουλο του Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μεταξά.

Η διαμάχη του Σεπτεμβρίου 1823

Στο περιθώριο του προσεταιρισμού του Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος είχε φτάσει στην Κεφαλλονιά σαν απεσταλμένος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου προκειμένου να μεσολαβήσει για τη σύναψη δανείου με Άγγλους τραπεζίτες, οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές επέτειναν την προσπάθεια για επικράτηση, προκειμένου να αναλάβουν τη διαχείρηση των χρημάτων. Το ε.σ. διέβλεπε στην παγίωση της θέσης του, ενώ το β.σ. εργαζόταν για την κατάργησή του και την αντικατάστασή του από νέο ε.σ. το οποίο θα ήλεγχε. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του, το ε.σ. μετέφερε την έδρα του από τη Σαλαμίνα στην Τριπολιτσά καλώντας και το β.σ. να πράξει το ίδιο, προκειμένου να οργανωθεί ορθότερα η απαραίτητη ενέργεια της ελληνικής διοίκησης προς στρατολόγηση ανδρών που θα στέλνονταν σε ενίσχυση της πολιορκίας των Πατρών, αλλά και για τη γενικότερη άμυνα της Δυτικής Ελλάδας, που απειλούνταν από νέα κάθοδο ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων. Το β.σ. όμως αρνήθηκε επίμονα τη μεταστέγασή του επικαλούμενο την ανάγκη οργάνωσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων (σχεδιαζόμενη εκστρατεία στην Εύβοια, ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου, συντονισμός των κινήσεων για την αποστολή επιτροπής στην Αγγλία για τη σύναψη του δανείου κ.α.) Μάλιστα, το β.σ. ψήφισε τη μεταφορά της έδρας του στο Άργος, ωστόσο συνέχισε να παραμένει στη Σαλαμίνα έως και τις αρχές του Οκτωβρίου 1823.

Εκποίηση εθνικών κτημάτων

Προκειμένου το ε.σ. να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους χρηματικούς πόρους για τη χρηματοδότηση των δυο εκστρατειών που σχεδίαζε (προς το Μεσολόγγι δια θαλάσσης και χερσαίως προς την Πάτρα) αλλά και την υλοποίηση της στρατολόγησης, προκήρυξε εκποίηση των εθνικών κτημάτων (πλην εθνικής γης) της Πελοποννήσου, καλώντας παράλληλα δια του Υπουργείου της Οικονομίας τους ενδιαφερομένους να τα αγοράσουν. Στις 7 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η αντίδραση του β.σ. με την άρνησή του να επικυρώσει την πράξη εκποίησης, θεωρώντας την παράνομη βάσει του ισχύοντος κανονισμού (οργανικός νόμος). Σε μια ευφυή κίνησή του τότε, ο Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος ότι κύριος στόχος των ενεργειών του β.σ. ήταν να πλήξουν το προσωπικό του γόητρο, παραιτήθηκε του πολιτικού του αξιώματος στις 15 Οκτωβρίου ενώ δυο μέρες αργότερα δήλωσε πως θα συνέχιζε τον Αγώνα όχι πια δια του στρατιωτικού τίτλου που έφερε (αρχιστράτηγος) αλλά «ως απλός πατριώτης και στρατιώτης»

Όξυνση της αντιπαράθεσης

Η επανάσταση είχε φτάσει σε κρίσιμη καμπή. Στις 10 Νοεμβρίου το β.σ. μετακινήθηκε επίσημα από τη Σαλαμίνα στο Άργος ενώ είχε φροντίσει να εξασφαλίσει και στρατιωτική υποστήριξη. Μια εβδομάδα μετά, οξύνοντας την κατάσταση, κάλεσε εγγράφως τα μέλη του ε.σ. να προσέλθουν κι αυτά στο Άργος, προκειμένου να απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον τους για κατάχρηση εξουσίας. Με σοβαρές κατηγορίες παραπέμπονταν ενώπιον 9μελούς επιτροπής τόσο το μέλος του ε.σ. Ανδρέας Μεταξάς (φιλικά προσκείμενο στην παράταξη Κολοκοτρώνη, τον οποίο και καθαιρεί πραξικοπηματικά το β.σ.) όσο και ο Υπουργός των Οικονομικών Χαρ. Περούκας. Επίσης, σε 7μελή επιτροπή, κλήθηκαν έντεκα παραστάτες (βουλευτές) του Ναυπλίου, οι οποίοι πρόσκεινταν στο ε.σ., ως «λιποτακτήσαντες»

 Αντιδρώντας, το ε.σ. έκρινε όλες τις ανωτέρω ενέργειες και παραπομπές σαν αυθαίρετες και άκυρες λόγω έλλειψης απαρτίας των μελών του β.σ., καθώς μόνο το 1/3 των μελών έδινε το «παρών» στις συνεδριάσεις και τις σχετικές ψηφοφορίες και ως εκ τούτων τις θεώρησε παράνομες. Στις 26 ή 28 Νοεμβρίου έφτασαν απ’ το Ναύπλιο στο Άργος οι Πάνος Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Χατζηχρήστος και Τσόκρης, επικεφαλής ομάδας περίπου 200 ενόπλων, διέκοψαν τη συνεδρίαση του β.σ. και απαίτησαν από τα μέλη του να έρθουν σε συμβιβασμό με το ε.σ. ειδεμή οι ίδιοι απειλούσαν ότι θα καταλάμβαναν την Αρχή δια της δύναμης των όπλων τους και θα εγκαθίδρυαν στρατιωτική κυβέρνηση («γκοβέρνο μιλιτάρε». Οι στρατιωτικοί, ύστερα από έντονη λεκτική αντιπαράθεση και απειλές (ακόμη και ύβρεις) που απηύθυναν προς τους πολιτικούς, αρπάζουν εκ μέρους του ε.σ. τις σφραγίδες και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, ενώ 23 από τους 40 βουλευτές κατέφυγαν στο Κρανίδι ζητώντας την προστασία των Υδραίων.Στις 3 Δεκεμβρίου 1823 το β.σ. ξεκίνησε τις εργασίες του στο Κρανίδι, μετά από ενθάρρυνση της Ύδρας Στον αντίποδα, η αντίδραση του ε.σ. είχε εκφρασθεί με μακρύ διάγγελμα του Π. Μαυρομιχάλη, το οποίο είχε εκδοθεί στις 13 Οκτωβρίου. Εν τω μεταξύ στο Κρανίδι αποφασίσθηκε η αντικατάσταση του ε.σ. αλλά και η τοποθέτηση του Μαυρομιχάλη ως προέδρου του β.σ. για να τον εξευμενίσουν, αλλά –κύρια- για να διασπάσουν τη συνεργασία του με τον Κολοκοτρώνη. Την προεδρία του νέου ε.σ. πρόσφεραν στο Λ. Κουντουριώτη, όμως ο τελευταίος επικαλέστηκε λόγους υγείας και άλλους, βάσει των οποίων του ήταν αδύνατο να εγκαταλείψει την Ύδρα, αντιπροτείνοντας τον αδελφό του, Γ. Κουντουριώτη. Ωστόσο ο Πετρόμπεης αρνήθηκε να συμπράξει και τότε το β.σ. αποφάσισε την έκπτωση και αντικατάστασή του, όχι μόνο του ίδιου αλλά και των υπολοίπων μελών του ε.σ., αφού πρώτα παραπέμπονταν σε 9μελή ανακριτική επιτροπή ο Μαυρομιχάλης και ο Σ. Χαραλάμπης με σοβαρότατες κατηγορίες. Προηγούμενα, το β.σ. αν και δεν είχε την απαραίτητη απαρτία καθαίρεσε τους δυο προαναφερόμενους άνδρες, αντικαθιστώντας τους με τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Μπότσαρη, Ανδρέα Λόντο, Ιωάννη Κωλέττη και Ανδρέα Ζαΐμη. Ο τελευταίος παραιτήθηκε και την θέση του πήρε ο Σπηλιωτάκης. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Κρανιδίου προκήρυξε εκλογές με σκοπό την αντικατάσταση των βουλευτών που αρνήθηκαν να προσέλθουν στο Κρανίδι. Παράλληλα όμως και η κυβέρνηση του Ναυπλίου προκήρυξε εκλογές για τον ίδιο ακριβώς λόγο.

Η κατάσταση ήταν δραματική αφού όχι μόνο υπήρχαν δύο πόλοι εξουσίας αλλά κυκλοφορούσαν και φήμες σχετικά με τουρκικά στρατεύματα που ετοιμάζονταν να προελάσουν στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση του Ναυπλίου ήταν αδύναμη σε σχέση με αυτή του Κρανιδίου αφού είχε χάσει την υποστήριξη των λαϊκών μαζών εξαιτίας της δυσπιστίας τους προς το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Επιπλέον είχε απέναντι της τους καπεταναίους της Ρούμελης, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας.

Στις 17 Ιανουαρίου 1824 η κυβέρνηση του Ναυπλίου εγκαθίσταται στην Τρίπολη. Στις 2 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει. Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.

Ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν προσχωρήσει στην αντίπαλη παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της παράταξης του Κολοκοτρώνη ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη. Έτσι στις 7 Ιουνίου και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη και των περί αυτόν, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου.

Με το τελευταίο αυτό γεγονός, κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1823-1825.