Μια φορά και ένα καιρό τρεις χάριτες, μαζεύτηκαν στην κούνια του νεογέννητου μωρού. Άπλωσαν τα πέπλα τους πάνω από το κεφάλι του μικρού αγοριού.Το δωμάτιο είχε ένα μικρό κρεβατάκι και πολλά στολίδια πάνω στο μαξιλάρι του.
Το φως είχε λιγοστέψει και το μόνο που ακουγόταν ήταν το ρυθμικό χτύπημα του ρολογιού.
Η Κλωθώ πλησίασε και άπλωσε το κατάλευκο χέρι της : «Να φτάσεις πολύ ψηλά ,να έχεις την δυνατότητα να διδάξεις εγκληματολογία σε Πανεπιστήμιο της Ευρώπης»είπε και απομακρύνθηκε χορεύοντας γύρω από το μωράκι.Κούνησε τα χέρια της τρεις φορές.
Πλησίασε η Άτροπος .Τα ρούχα της ήταν από μαλακό βαμβάκι και στο κεφάλι της είχε ένα μαντήλι που συγκρατούσε τα χρυσά της μαλλιά.Έριξε το βλέμμα της στο μωρό και είπε: «Όχι μόνο αυτό αλλά θα γράψεις και πολλά βιβλία με θέμα ταύρους,παπαγάλους,παπάκια.Η ζωή σου θα είναι δημιουργική και θα σε αγαπάνε πολύ τα παιδιά».Έφυγε αφήνοντας ένα ευχάριστο άρωμα στο χώρο που έφτασε και στο μωρό : «Αψουοουουου» έκανε και χαμογέλασε κουνώντας τα χεράκια και κλωτσώντας τα ποδαράκια του.
Η Λάχεση πλησίασε και φώναξε στις άλλες αδερφές της : «Όσα είπατε για αυτό το μωρό ,θα είναι και η επιλογή μου να μείνει μέχρι να γεράσει με αυτό που αγαπάει :να γράφει για παιδιά»