Λυμπεράκη /βιογραφία
μηχανική
Διελκυστίνδα
Δεμένη
Μεγάλωνα στην τσέπη του πατέρα μου
Δεμένη μ' αλυσίδα στα κλειδιά του
Με τ' όνομα, τ' αμάξι και τα σπίτια του
Και μ' όλα τα μεγάλα όνειρα του
Μεγάλωνα στης μάνας μου τα δάκρυα
Σαν σκάλισμα σε βέρα από πλατίνα
Που έβγαζε και άφηνε στην άκρια
Καθώς έπλενε πιάτα στην κουζίνα
Τι με ρωτάς
Τι να σου λέω, εδώ τα βλέπεις
Θες με κρατάς
Κι αν δε σου κάνω με επιστρέφεις
Δεν έχω μάθει δυστυχώς να μην ανήκω
Μια στο βοσκό, μια στο μαντρί και μια στο λύκο
Μεγάλωνα γι' αυτούς περιμένανε
Και ύστερα για χάρη κάποιου ψεύτη
Και μέρα με τη μέρα αντί για μένανε
Τη μάνα μου αντικρίζω στον καθρέφτη
Τι με ρωτάς
Τι να σου λέω, εδώ τα βλέπεις
Θες με κρατάς
Κι αν δε σου κάνω με επιστρέφεις
Δεν έχω μάθει δυστυχώς να μην ανήκω
μια στο βοσκό, μια στο μαντρί και μια στο λύκο.
Διαδρομή του Βαμβακούση
Ξυπνάει νωρίς πίνει τον καφέ του
και πάει για δουλειά.
Τσιγάρο μέσα στ’ αμάξι μηχανικά
ανάβει.Καλοκαιράκι κι η πόλη αχνίζει
αλλάζει φορεσιά.
Λινό πουκαμισάκι και μαύρα γυαλιά
φοράει.
Πάνω απ’ τους δρόμους τα φώτα σβήνουν
και οδηγώντας κοιτά.
Στη στάση κάποιους εργάτες που πάν’ για
δουλειά.
Στη διαδρομή του τα χρόνια περνά.
Στον ήλιο που ανατέλλει
στο πρόσωπό του που όσο πάει και γερνά.
Περνάει απ’ το κέντρο η ζωή του ίδια
μα κάποτε εκεί.
Θυμάται μέσα στο πλήθος να ακολουθεί
μια αγάπη.
Τώρα κοιτάει τα σκυλιά στο δρόμο
γαβγίζουν και περνούν.
Στο ράδιο κάποιος μιλάει γι’ αυτά που θα `ρθουν
παρκάρει.
Σε δυο λεπτά μπαίνει στο γραφείο
κάθεται και κοιτά
για λίγο έξω απ’ το τζάμι και πιάνει
δουλειά.
Στη διαδρομή του τα χρόνια περνά.
Στον ήλιο που θα δύσει
σε κάποια αγάπη που όσο πάει και ξεχνά.
Ode to my family