Ψηφιακό σχολείο

Ψηφιακό σχολείο
κλικ στην εικόνα

Παπασυμεών Ελισσάβετ και Κουτσουράς Εμμανουήλ:Δάσκαλοι της Β΄τάξης

Παπασυμεών Ελισσάβετ και Κουτσουράς Εμμανουήλ:Δάσκαλοι της Β΄τάξης
κάντε κλικ στην εικόνα για καθήκοντα

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

 

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

«Κάλαντα διαφορετικά»

  

-Θα τα πούμε; ρώτησαν τα παιδιά.

Η ερώτηση απλώθηκε σε όλη την τάξη.

-Να τα πείτε ,είπε η δασκάλα.Ετοιμαστείτε ,κάντε πρόβα τα λόγια και θα μου τα πείτε αύριο.Θέλετε;

Η Ευαγγελία και ο Γιώργος έγνεψαν «ναι»,ο Ηλίας και ο Μάριος άρχισαν να γελάνε,ο Κωνσταντίνος και η Αλέσια έσκυψαν το κεφάλι,η Μαρία και ο Γιώργος διάλεξαν με ποιο τρόπο θα τα πούνε,η Νόνη και η Ιωάννα ήθελαν να είναι μαζί ,ο Νικόλας και η Μαρία Νίκη άνοιξαν τα μάτια ,ο Γιάννης ,η Δέσποινα ,η Σεβαστή ,η Αλεξάνδρα ,η Αναστασία και ο Ιάκωβος ήθελαν οπωσδήποτε και κέρασμα.

-Πώς θα γίνει αυτό φέτος;

Από βικιπαίδεια

Ο Πολυχρόνης Λεμπέσης (Σαλαμίνα1848 – Αθήνα1913) ήταν Έλληνας ζωγράφος, από τους σημαντικότερους της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ρωμαλέος καλλιτέχνης, άφησε λιγοστή παραγωγή, εκατό περίπου πίνακες. Ζωγράφισε κυρίως πρόσωπα, αλλά και τοπία, νεκρές φύσεις και θέματα από την καθημερινή ζωή,όπως το ορφανό, παιδιά που κλέβουν μήλα (1884), χωρική σε γαϊδουράκι (1888), αγρόκτημα με γαλοπούλες (1891) κ.α. Ως αγιογράφος εργάστηκε στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, των Αγίων Θεοδώρων στο Α΄Νεκροταφείο, του Αγίου Κωνσταντίνου στον Πειραιά, στην Εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας κ.α. Ο Λεμπέσης, ο σιωπηλός, ασκητικός και σεμνός ζωγράφος, πέρασε τη ζωή του μακριά από τη διαμάχη για την πρόσκαιρη δόξα και τον εύκολο πλουτισμό.[6]

Σπούδασε ζωγραφική στην Αθήνα αρχικά. Με την υποστήριξη του πολιτικού Δημητρίου Βούλγαρη ή Τζουμπέ έλαβε υποτροφία και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου. Στο Μόναχο έγινε φίλος με τον ήδη γνωστό Νικόλαο Γύζη. Μαθήτευσε επίσης στα εργαστήρια του Βίλχελμ Λίντενσμιτ του Νεότερου (Wilhelm Lindenschmidt dJ.) και του Λούντβιχ φον Λοφτς (Ludwig von Löfftz).

Το 1880, ο Λεμπέσης επέστρεψε στην Αθήνα, για να εγκατασταθεί στην περιοχή του Θησείου. Παρότι ήταν εξαιρετικός τοπιογράφος, σύντομα έγινε γνωστός για το ταλέντο του ως προσωπογράφος. Δέχθηκε αρκετές παραγγελίες για πορτρέτα από ευκατάστατους αστούς της εποχής του (Καψάλης, Σανταρόζας, Σερπιέρης, Λεβίδης, κ.ά.). Παράλληλα δε δίδαξε ζωγραφική στα παιδιά του δικαστικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη. Μένει στο κελί του στη Σαλαμίνα χωρίς σχεδόν δουλειά ή στο σπιτάκι του στο Θησείο, όπου, γερασμένος πρόωρα περνάει τις ώρες του στα μικρά καφενεδάκια της γραφικής αλλά παράμερης πλατείας. Εκεί τον «ανακάλυψε» στα 1911 ο Παύλος Νιρβάνας. Τα μαλλιά τού Λεμπέση είναι άσπρα. Πίνει τον καφέ του το δειλινό με κάνα-δύο απλοϊκούς γείτονες. «Κανένας δεν μαντεύει ποιος είναι», σχολιάζει ο Νιρβάνας, που τον ρωτάει: «Ζεις Λεμπέση;»
— «Ζω» (...)
— Και τι κάνεις τώρα;
— Αγιογραφίες! Όταν μου το επιτρέπουν, εννοείται, οι καλόγεροι του Αγίου Όρους. Όταν περισσέψει δουλειά απ΄αυτούς, παίρνω κι’ εγώ!

Έτσι σιγοσβήνει, άγνωστος, φτωχός, μονάχος ο Λεμπέσης στα 1913.[7] «Απέθανεν ένας των ικανοτέρων ζωγράφων μας, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης», σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής «… περί του εκλιπόντος εν αφανεία αλλά και εν αφανεία ζήσαντος καλλιτέχνου».[8] Για να βρεθούν χρήματα για την κηδεία του πουλήθηκαν στην αγορά του Πειραιά, σ΄ένα ψαρά και σ΄έναν μπακάλη, όσα έργα του υπήρχαν στο εργαστήρι για 2 ή 5 δραχμές το καθένα. Συνολικά συγκεντρώθηκαν εξήντα δραχμές. Η είδηση του θανάτου του μόλις δημοσιεύτηκε στα ψιλά κάποιας πειραιώτικης εφημερίδας και στα δύο καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής.[9] Είναι άλλωστε η εποχή των θριαμβικών αγώνων της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους και δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για θλίψη για το ζωγράφο που πάντα έζησε «έξω από τους κύκλους των αγώνων και των προστριβών των ομοτέχνων του – αντιτέχνων θα έλεγε ο Λουκιανός μακρυά από τα χαλκεία της εφήμερης φήμης που είναι τα δημοσιογραφικά γραφεία. Ο Λεμπέσης, ο σιωπηλός, ασκητικός και σεμνός ζωγράφος, πέρασε τη ζωή του μακριά από τη διαμάχη για την πρόσκαιρη δόξα και τον εύκολο πλουτισμό. Με επίγνωση της αξίας του, αλλά ταπεινός και από ένα σημείο και πέρα αποτραβηγμένος, θυμίζει πολύ τον άλλο «Κοσμοκαλόγερο», τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Λέγεται, πάντως, ότι η εχθρική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε εναντίον του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο Νικηφόρο Λύτρα.

Διάφορες ιστορίες, που ίσως δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, δίνουν κάποια ιδέα της ατμόσφαιρας αυτής. Κάποτε ο Φερνάνδος Σερπιέρης κάλεσε τον Λεμπέση να του κάνει ένα πορτρέτο (ανήκει σήμερα στη Συλλογή Ε.Κουτλίδη). Ο Λεμπέσης ζήτησε και πήρε για το έργο 2800 δραχμές. Ζωγράφισε το Σερπιέρη όπως ακριβώς ήταν, αρκετά παχύ και ογκώδη. Ο Σπερπιέρης έδειξε στο Λύτρα το πορτρέτο του για να κρίνει τη δουλειά του νεοφερμένου ζωγράφου. Ο Λύτρας παρατήρησε ότι ήταν μεν καλό αλλά δεν είχε τίποτε το καλλιτεχνικό. Την κρίση αυτή, που κολάκευε τον εικονιζόμενο, μετέφερε ο Σερπιέρης στο Λεμπέση. Ο Λεμπέσης θύμωσε, έδωσε πίσω στο Σερπιἐρη τα λεφτά, πήρε το πορτρέτο, το έκοψε και το έκανε μικρότερο. Το έργο αυτό είναι ένα από τα καλύτερα πορτρέτα της νεοελληνικής τέχνης και ορισμένοι κριτικοί βρίσκουν ότι έχει αναλογίες με την αυτοπροσωπογραφία του Σεζάν. Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει.

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]



Τα έργα του που είναι γνωστά στο κοινό — μαζί με τις αγιογραφίες του σε εκκλησίες της Αθήνας, του Πειραιά και της Σαλαμίνας δεν ξεπερνούν τα εκατό. Ορισμένα από τα πιο γνωστά του έργα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη (ΓυμνόΤο αγόρι με τα κουνέλιαΗ ανηψιά του καλλιτέχνηΠροσωπογραφία του αδελφού του, κ.ά.), στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο (Το κορίτσι με τα περιστέρια) και στο Τελλόγλειο Ίδρυμα στην Θεσσαλονίκη (Το αλητόπαιδο). Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει. Ζωγράφισε, μεταξύ άλλων, τη Γέννηση στη Εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αμπελάκια Σαλαμίνας και την Πλατυτέρα των ουρανών (όπου διακρίνονται η λιτότητα, η σεμνότητα της βρεφοκρατούσας Παναγίας) και η παρθενική αβρότητα των δυο αγγέλων που την περιστοιχίζουν με την ωραία πτυχολογία τους.

Αναγνώριση και κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναδρομική έκθεση των έργων του οργάνωσε τον Μάρτιο του 1963 στη Σαλαμίνα ο εκεί σύλλογος "Ευριπίδης". Γενικά το ζωγραφικό του έργο διακρίθηκε για την χρωματική του ακρίβεια και την καθαρότητα του σχεδίου.Ιδιαίτερα αξιόλογες θεωρούνται οι προσωπογραφίες του στις οποίες κατόρθσε ν΄αποδώσει με ειλικρίνεια και μεγάλη συνθετική και εκφραστική ελευθερία την ψυχογραφία των προσώπων που εικονίζει: Ο στρατιώτης, ο Παπάς, προσωπογραφία κοριτσιού, Φερδινάδος Σερπιέρης (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη)... Στα τοπία του ο Λεμπέσης απέδωσε με μεγαλύτερη αμεσότητα το «ελληνικό στοιχείο» και το φως της ελληνικής υπαίθρου χωρίς να διαλύει τις μορφές και τα αντικείμενα στο χώρο και χωρίς ωραιοποιήσεις και εξιαδινακεύσεις: Λόφος του Αρείου Πάγου, Μικρούλα στα χορτάρια (Αθήνα, Συλλογή Καλκάνη). Οι θρησκευτικές του συνθέσεις όμως είναι γενικά μικρότερης αξίας από τα άλλα έργα του, καθώς ξέφυγε από την παραδοσιακή αντίληψη και ακολούθησε δυτικότροπες τάσεις για «βελτιωμένη βυζαντινή ζωγραφική» Η πιο φτασμένη σύνθεσή του θεωρείται η Πλατυτέρα των Ουρανών στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Τα τελευταία χρονολογημένα έργα του είναι ο Άγιος Μηνάς και η Αγία Λαύρα στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στη Σαλαμίνα που φέρουν την ημερομηνία 1909.



Ο Γιώργος Σικελιώτης (George Sikeliotis) (Σμύρνη[2]4 Φεβρουαρίου 1917 - Αθήνα, 4 Σεπτεμβρίου 1984) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους και χαράκτες της λεγόμενης «γενιάς του ’30».

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1917 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Το 1922, με τη Μικρασιατική καταστροφή, έρχεται στην Αθήνα και εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Καισαριανή. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, από το 1935 έως το 1940, όπου είχε καθηγητές τον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Σπυρίδωνα Βικάτο.[2] Από τα φοιτητικά του χρόνια, αρχίζει να παρουσιάζει έργα του σε ομαδικές εκθέσεις. Συγκεκριμένα το 1936 συμμετείχε στην 1η Ετήσια Έκθεση Σπουδαστών ΑΣΚΤ, στις αίθουσες του Παρνασσού και το 1938 στην ομαδική έκθεση Νέων Ρεαλιστών στην Αθήνα. Έργα της περιόδου αυτής βρίσκονται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη.

Το 1940 πήρε μέρος στο αλβανικό μέτωπο. Στην περίοδο της Κατοχής αποτύπωσε με το έργο του τον σφυγμό της εποχής, κυρίως μέσα από σχέδια και χαρακτικά, συμβάλλοντας στον αγώνα των ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων κατά των κατακτητών. Το 1945 παντρεύτηκε τη Χαρίκλεια Κωνσταντινίδη, δασκάλα κλασικού χορού, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Βάσω και τη Φωτίκα.

Το 1949 έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία ανέπτυξε πλούσια εικαστική δραστηριότητα. Μέχρι την πρώτη του ατομική έκθεση (1954), συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα (Πανελλήνιες της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», ως μέλος αυτής, στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, κ.α.), καθώς και στο εξωτερικό (Ρώμη 1953, Οττάβα - Καναδάς 1953). Το 1954 οργάνωσε στην Αθήνα την πρώτη του ατομική έκθεση, με 80 έργα, στις αίθουσες της εφημερίδας Το Βήμα ενώ το 1957 συμμετείχε στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας.[2] Το 1960 η Ελληνική Επιτροπή της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης τον εξέλεξε ως υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο του Μουσείου Guggenheim της Νέας Υόρκης, για το έργο του "Κορίτσια με Περιστέρια", όπου η επιτροπή βράβευσης του Μουσείου του απονέμει Εύφημη Μνεία. Το 1965 οργάνωσε ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη, με 35 πίνακες, υπό την αιγίδα του Ελληνικού Προξενείου.

Ο Σικελιώτης έζησε και εργάστηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Αγγλία και στη Γαλλία. Στην Αγγλία, ζωγράφισε κυρίως το βιομηχανικό τοπίο της κεντρικής Αγγλίας, καθώς επίσης χωριά και τοπία της Ουαλίας. Το ζωγραφικό και χαρακτικό αυτό έργο παρουσιάστηκε σε δύο ατομικές εκθέσεις με τον τίτλο «Παλιά Αγγλία» (Αθήνα 1974, Θεσσαλονίκη 1975). Κατά την περίοδο 1977-1983 μετέβαινε συχνά στο Παρίσι όπου οργάνωσε το δικό του ατελιέ ζωγραφικής. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε στους ανθρώπους του Παρισιού, που αποτελούνταν από πλήθος διαφορετικών φυλών και εθνικοτήτων.

Κατά τη διάρκεια της πεντηκονταετούς (1935-1984) καλλιτεχνικής του δραστηριότητας παρουσίασε το έργο του σε μεγάλη σειρά ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα παρουσίασε το έργο του σε 20 ατομικές εκθέσεις και σε περισσότερες από 185 ομαδικές.

Γιώργος Σικελιώτης: "Μητρότητα" (1951-1960), Συλλογή Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου

Κατά την περίοδο 1975 – 1983 οργάνωσε σε συνεργασία με τους Δήμους, τους Τοπικούς Πολιτιστικούς Φορείς και την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση περισσότερες από 25 ατομικές εκθέσεις «Καλλιτεχνικής Αποκέντρωσης», όπως ο ίδιος τις ονόμαζε, με σκοπό τη διάδοση της Τέχνης στους ανθρώπους της περιφέρειας, σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Ένα μέρος των έργων των εκθέσεων αυτών έγινε δωρεά από τον ίδιο τον ζωγράφο, προς τους εκάστοτε Τοπικούς Πολιτιστικούς Φορείς ή Δήμους. Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα, μαζί και με τις δωρεές άλλων καλλιτεχνών, τη δημιουργία και συγκρότηση νέων Δημοτικών Πινακοθηκών σε αρκετές επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας.

Διακρίσεις και εκθέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο του Γιώργου Σικελιώτη παρουσιάστηκε σε ατομικές εκθέσεις του εξωτερικού (Υπερωκεάνιο «Ολυμπία» της Greek Line εν πλω 1960, Νέα Υόρκη 1965, Λευκωσία 1974, Βασιλεία της Ελβετίας 1976). Από το 1953 έως το 1983 συμμετείχε, σε περισσότερες από 40 ομαδικές εκθέσεις, οργανωμένες από Μουσεία και Πινακοθήκες του εξωτερικού, και σε συνεργασία κατά περίπτωση με την αντίστοιχη Ελληνική Πρεσβεία, το Υπουργείο Πολιτισμού και την Εθνική Πινακοθήκη: Ρώμη, Οτάβα, Μόντρεαλ, Μουσείο Guggenheim Νέας Υόρκης, Ουάσιγκτον, Τορόντο, 2η Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, Ελσίνκι, Λίνεν Γερμανίας, Παρίσι, Δουβλίνο, Μόσχα, Βελιγράδι, Σόφια, Βουκουρέστι και πολλές άλλες.

Το εικαστικό του έργο, παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, σε δύο αναδρομικές εκθέσεις[2]: το 1975 στην «Αναδρομική Έκθεση» του συνολικού του έργου, με 186 έργα, και το 1983 στην «Αναδρομική Έκθεση Σχεδίων Προκατοχικών, Κατοχικών και Μετακατοχικών 1935 – 1950», με 214 σχέδια.

Πέρα από το κυρίως ζωγραφικό και χαρακτικό, στο έργο του Γιώργο Σικελιώτη, περιλαμβάνονται επίσης τοιχογραφίες, εικονογραφήσεις κειμένων και εξώφυλλων λογοτεχνικών βιβλίων Ελλήνων λογοτεχνών ( Γ. Σεφέρης, Ν. Μάτσας, Ν. Τσιφόρος, Α. Νενεδάκης, Γ. Σκαρίμπας κ.ά.), λογοτεχνικών περιοδικών, μαθητικών βιβλίων, περιοδικών, ημερολογίων, δίσκων μουσικής, ζωγραφικές κάρτες με μικτή τεχνική σε μεγάλη ποικιλία θεμάτων κ.α. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ). Το 1983 το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών του απένειμε τιμητική σύνταξη για το έργο και τη συνεχή προσφορά του στο χώρο των εικαστικών Τεχνών και του Πολιτισμού.

Ο Γιώργος Σικελιώτης πέθανε στην Αθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1984 και τάφηκε στο Νεκροταφείο της Καισαριανής, σε μνήμα που ο Δήμος παραχώρησε τιμητικά.

Έργα του υπάρχουν σε Εθνικά και Ιδιωτικά Μουσεία, Δημοτικές Πινακοθήκες και άλλους Πολιτιστικούς Φορείς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως: Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Μουσείο Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα – Μπενάκη, Συλλογή της Βουλής των Ελλήνων, Υπουργείο Παιδείας, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Μουσείο Βορρέ, Μουσείο Πιερίδη Αθήνας - Κύπρου, Πινακοθήκη Εθνικής Τράπεζας, Συλλογή Alpha Bank, Συλλογή Εταιρείας Τσιμέντων «Ηρακλής – Όλυμπος», Τελλόγλειο Ίδρυμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδας, Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρία «Τέχνη», κ.α. Έργα του ακόμη υπάρχουν σε πολλές Δημοτικές Πινακοθήκες στην Ελλάδα: Θεσσαλονίκη, Ρόδος, Μυτιλήνη, Καλαμάτα, Ηράκλειο Κρήτης, Ξάνθη, Λάρισα, Έδεσσα, Σέρρες, Καβάλα, Βέροια, Φλώρινα, Ζίτσα Ιωαννίνων, Μεσολόγγι, Σπάρτη, Λεωνίδιο, Κέα, Ελευσίνα, κ.α.

Στο εξωτερικό, έργα του βρίσκονται στη Δημοτική Πινακοθήκη του Λίνεν της Γερμανίας, στην World House Gallery της Νέας Υόρκης (30 πίνακες), κ.α. Τέλος, έργα του Γιώργου Σικελιώτη βρίσκονται σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.