Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019
«Περιγράψτε έναν
περίπατο στο δάσος»
Με την τάξη μου ανεβήκαμε
στο δάσος του χωριού ,την Δευτέρα .Ακολούθησαν οι γονείς του Κώστα και του Γιάννη
,καθώς και η Σαραντία και η Μαρία.
Περάσαμε από την πλατεία και είδαμε τα παλιά σπίτια του χωριού. Έχουμε σπίτια
100 ετών!
-Άρχισε να βρέχει, είπε
ο Γιάννης. Όμως δεν θέλω να πάμε για μάθημα!
-Αχ, ναι ,να μην
γυρίσουμε, είπαν όλοι.
-Εντάξει, ας συνεχίσουμε
είπε η κυρία.Βλέπουμε με την βροχή.Έχετε ομπρέλες και αδιάβροχα, οι περισσότεροι!
Περάσαμε
τον δρόμο απέναντι.Η άσφαλτος σταματάει .Αν θέλεις να ανέβεις στο βουνό, θα
περπατήσεις σε χωματόδρομο. Κάτω ο δρόμος είχε πολλές πέτρες, που κατέβασε η
βροχή από το βουνό. Ένα αμάξι παρατημένο γεμάτο σκόνη ,στην άκρη ,χωρίς πινακίδες.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα μεγάλα πεύκα. Ψηλά
,γεμάτα φωλιές πουλιών και σκιουράκια, που αν κάναμε ησυχία ,θα τα βλέπαμε.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε .Στην άκρη του δρόμου είχε πολλά μανιτάρια ,ανάμεσα σε πευκοβελόνες
.Παντού υγρασία. Οι δροσοσταλίδες άρχιζαν να πέφτουν πάνω μας ,με το φύσημα του
αέρα
-Γεισία, Γεισία ,φώναξε η
Αγαθία.
Η μικρή Αγαθία είχε μισανοίξει
την πόρτα του σπιτιού της και πρόβαλε το ζωηρό κεφαλάκι της. Τα μαλλιά της ήταν
σγουρά ,μαύρα, δεμένα με τριανταφυλλιά λεπτή κορδέλα.Τα μαύρα της μάτια ήταν
γεμάτα εξυπνάδα.
Ο Γεισίας ,φορούσε τα καλά του φορέματα ,με γαλάζιο
χιτώνα με ασημένια πόρπη στον δεξιό ώμο.Είχε και αυτός σγουρά μαλλιά,ήταν ψηλός
,λιγνός και το δέρμα του καμένο από τον ήλιο.
-Πού πηγαίνεις;τον ρώτησε η
Αγαθία.Γιατί φοράς τα καλά σου;
-Πόσο περίεργη είσαι; Θέλεις
να τα ξέρεις όλα.
-Και βέβαια θέλω.Τι νόμιζες, ότι επειδή είμαι κορίτσι
,πρέπει να κάθομαι μόνο στο σπίτι ,να παίζω με την κούκλα μου;
-Θα ήθελα να έρθεις μαζί μου
στην αγορά.Ο Κλεισθένης θα ανακοινώσει νέους νόμους.Νομίζω ότι ο ένας λέγεται οστρακισμός.
-