Ξυλοκόποι από την Καραμανία, 1803. |
Στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας οι αγρότες αποτελούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι του εργαζόμενου πληθυσμού. H εργασία τους εξαρτιόταν από το καθεστώς σύνδεσής τους με τη γη, την οποία καλλιεργούσαν. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα οι περισσότεροι αγρότες στις ελληνικές περιοχές ήταν "ελεύθεροι" γεωργοί. Kαλλιεργούσαν ένα μικρό κομμάτι από τη γη της κοινότητάς τους, χωρίς να έχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω σ' αυτό. Τα έσοδα από την καλλιέργεια ήταν συνήθως ελάχιστα και δύσκολα μπορούσαν να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες των παραγωγών. Στα κοινοτικά κτήματα οι αγρότες είχαν τον έλεγχο των μεθόδων παραγωγής και επέλεγαν την καλλιέργεια που θεωρούσαν πιο προσοδοφόρα. Kαθώς η Οθωμανική κυβέρνηση δεν μπορούσε να ελέγξει το ίδιο αποτελεσματικά ολόκληρη την επικράτειά της, αρκετοί αγρότες σε ορεινές κυρίως περιοχές δεν έρχονταν παρά σε ελάχιστη επαφή με κρατικούς υπαλλήλους και ζούσαν αρκετά ελεύθερα. Eπειδή όμως ζούσαν στην ύπαιθρο, ήταν εκτεθημένοι σε πάσης φύσεως επιδρομές από ξένα ή οθωμανικά στρατεύματα ή από κλέφτες των γύρω περιοχών. Η διαφυγή στα βουνά αλλά και η εγκατάσταση σε γειτονική πόλη έδιναν κάποιες διεξόδους σε κρίσιμες στιγμές, αλλά σε κάθε περίπτωση οι οικονομικές αλλά και οι ποινικές συνέπειες της εγκατάληψης της γης ήταν αυστηρές.
|
|
Αγρότες στο δρόμο προς το χωράφι, 1824. |
H ημέρα του αγρότη ξεκινούσε με την ανατολή του ηλίου. ΄Eκανε το σταυρό του και ξεκινούσε για το χωράφι. Στα χωράφια δούλευαν και οι γυναίκες, συχνά μάλιστα και ως μεταφορείς των εργαλείων δουλειάς. Mόλις γινόταν η συγκομιδή παρουσιάζονταν οι επιστάτες των τιμαριούχων ή των "αόρατων"ιδιοκτητών-τσιφλικάδων (μετά τα τέλη του 17ου αιώνα) για να πάρουν τη δεκάτη και τους άλλους φόρους. H φορολογία πληρωνόταν σε είδος και σε χρήμα και ήταν αρκετά βαριά. Oι επιστάτες αποσπούσαν ένα μεγάλο κομμάτι της σοδειάς, αφήνοντας στον αγρότη το υπόλοιπο. Απ' αυτό θα έπρεπε να πληρώσει τους εργάτες και να επιβιώσει ο ίδιος με την οικογένειά του. Γι' αυτό το λόγο και οι αγρότες δημιούργησαν μηχανισμούς άμυνας για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κρύψουν από τους επιστάτες την πραγματική τους παραγωγή και επιχειρούσαν και αυτοί με τη σειρά τους να τους ξεγελάσουν.
(από Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού)
Για την ελιά
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα τις ελιές τις φύτευαν σε μεγάλη σχετικά απόσταση, ώστε τα ίδια κτήματα να χρησιμοποιούνται συγχρόνως και για διάφορες άλλες καλλιέργειες, κυρίως δημητριακών. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, επί τουρκοκρατίας ακόμα, στα εφορότερα κτήματα του κάμπου οι γεωργοί καλλιεργούσαν μορεόδενδρα (συκαμινιές), εύκολα εξηγείται ο μικρός αριθμός ελαιοδέντρων καθώς και η περιορισμένη παραγωγή λαδιού. Τις ελιές συνήθως τις φύτευαν το φθινόπωρο ή νωρίς την άνοιξη. Εντόπιζαν λοχερές αγριελιές, τις “ξηλάκουναν” και τις μεταφύτευαν σε καλλιεργημένα χωράφια με τέτοιο τρόπο ώστε και σ’ αυτά να έχουν τον ίδιο προσανατολισμό. Τον επόμενο χρόνο τις μπόλιαζαν με φλούδα βλαστού ήμερης ελιάς που επέλεγαν οι έμπειροι ελαιοκαλλιεργητές.
|