Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (Samuel Langhorne Clemens, 30 Νοεμβρίου 1835 – 21 Απριλίου 1910), γνωστός κυρίως με το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην, ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Ανάμεσα στα πιό γνωστά βιβλία του είναι οι Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ και οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν.
Αργότερα, εργάστηκε ως οδηγός ατμόπλοιου στον Μισσισσιπί, ένα επάγγελμα το οποίο ο ίδιος αναγνώρισε πως του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες, ενώ ήρθε σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ατμόπλοιων, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να αναζητήσει μία νέα επαγγελματική διέξοδο.
Ο Τουαίην απέφυγε την ανάμιξη του στον εμφύλιο και για ένα σύντομο διάστημα ανέλαβε το ρόλο ιδιαίτερου γραμματέα του αδελφού του, ο οποίος είχε διοριστεί γραμματέας του κυβερνήτη της Νεβάδα. Οι εμπειρίες τους στην αμερικανική Δύση, αποτέλεσαν τη βάση για το δεύτερο βιβλίο του Τουαίην, Roughing It (1872). Καθώς η θέση του ως ιδιαίτερος γραμματέας δεν ήταν θεσμοθετημένη και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να αμοίβεται, το επόμενο διάστημα, εργάστηκε ως ανθρακωρύχος, χωρίς να σημειώσει ωστόσο ιδιαίτερη επιτυχία. Αργότερα ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Territorial Enterprise της Βιρτζίνια, του ανέθεσε την έκδοση της. Σε κείμενό του, στις 3 Φεβρουαρίου του 1863 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίν (Mark Twain). Αν και η προέλευσή του δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, η επικρατούσα άποψη είναι πως αποτελεί το ναυτικό παράγγελμα που σημαίνει δύο οργιές βάθος (3.7 μέτρα) και δήλωνε το όριο ασφαλούς πλευσης στα αβαθή των ποταμών.
Νεανικά χρόνια
Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς γεννήθηκε στο χωριό Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών, γιος του Τζον και της Τζέην Κλέμενς. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην παραποτάμια πόλη Χάνιμπαλ, αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Η πόλη αυτή καθώς και οι κάτοικοί της, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Τουαίην, τις Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876).
Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Οράιον, ξεκίνησε το 1850 να εκδίδει μία εφημερίδα στην οποία ο Τουαίην δημοσίευε κατά διαστήματα κείμενά του. Παράλληλα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στο Σαιντ Λούις και τη Νέα Υόρκη εργαζόμενος ως τυπογράφος.Αργότερα, εργάστηκε ως οδηγός ατμόπλοιου στον Μισσισσιπί, ένα επάγγελμα το οποίο ο ίδιος αναγνώρισε πως του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες, ενώ ήρθε σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ατμόπλοιων, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να αναζητήσει μία νέα επαγγελματική διέξοδο.
Ο Τουαίην απέφυγε την ανάμιξη του στον εμφύλιο και για ένα σύντομο διάστημα ανέλαβε το ρόλο ιδιαίτερου γραμματέα του αδελφού του, ο οποίος είχε διοριστεί γραμματέας του κυβερνήτη της Νεβάδα. Οι εμπειρίες τους στην αμερικανική Δύση, αποτέλεσαν τη βάση για το δεύτερο βιβλίο του Τουαίην, Roughing It (1872). Καθώς η θέση του ως ιδιαίτερος γραμματέας δεν ήταν θεσμοθετημένη και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να αμοίβεται, το επόμενο διάστημα, εργάστηκε ως ανθρακωρύχος, χωρίς να σημειώσει ωστόσο ιδιαίτερη επιτυχία. Αργότερα ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Territorial Enterprise της Βιρτζίνια, του ανέθεσε την έκδοση της. Σε κείμενό του, στις 3 Φεβρουαρίου του 1863 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίν (Mark Twain). Αν και η προέλευσή του δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, η επικρατούσα άποψη είναι πως αποτελεί το ναυτικό παράγγελμα που σημαίνει δύο οργιές βάθος (3.7 μέτρα) και δήλωνε το όριο ασφαλούς πλευσης στα αβαθή των ποταμών.